Διαιωνίζοντας αυτήν τη μιζέρια, η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο επιχειρούν φέτος και μια μεγάλη εξαπάτηση, αφού κάνουν λόγο για «βελτίωση μεγεθών», επικαλούμενοι μια αύξηση 557 εκατ. ευρώ που εγγράφεται στο υπουργείο Υγείας (από 6,05 δισ. σε 6,6 δισ. ευρώ).
Ομως η αύξηση αυτή αποτελεί χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού στο υπουργείο Υγείας για τον ΕΟΠΥΥ, ώστε να καλυφθούν οι απώλειες που θα είχε από τη μείωση κατά 1% στις ασφαλιστικές εισφορές (0,5% για εργοδότες και 0,5% για εργαζόμενους). Ουσιαστικά δηλαδή οι εργαζόμενοι μέσω της φορολογίας τους καλούνται από τη μία να καλύψουν την «τρύπα» που δημιουργεί η μείωση του 0,5% των εργοδοτικών εισφορών, και από την άλλη να επιστρέψουν πίσω το 0,5% της μείωσης των εργατικών εισφορών που τάχα θα τους αύξανε τον μισθό!
Να σημειωθεί ότι το 80% των εσόδων του ΕΟΠΥΥ προέρχεται από τις εισφορές των ίδιων των εργαζομένων. Ετσι, σε έναν προϋπολογισμό εσόδων ύψους 7,292 δισ. ευρώ του Οργανισμού, τα 5,778 δισ. προέρχονται από τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και γενικά ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Για τα νοσοκομεία και την ΠΦΥ προβλέπονται από τον προϋπολογισμό 2,36 δισ. ευρώ (αυξημένα κατά 110 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2024), χρήματα που αφορούν τη μισθοδοσία του προσωπικού και τις εισφορές. Ομως δεν πρόκειται για χρηματοδότηση που οδηγεί ουσιαστικά σε νέες προσλήψεις, αλλά σχετίζεται κυρίως με τα γνωστά «κίνητρα κινητικότητας» των υγειονομικών μεταξύ των δημόσιων μονάδων Υγείας, δηλαδή την πολιτική «μισοκλείνω μια τρύπα ανοίγοντας πολλές άλλες».
Συγκεκριμένα για τις προσλήψεις προσωπικού, για το 2025 προβλέπονται 3.440 προσλήψεις και 2.701 αποχωρήσεις. Δηλαδή - αν γίνουν αυτές οι προσλήψεις - υπάρχει ένα θετικό ισοζύγιο 739 εργαζομένων, που μειώνει ανεπαίσθητα το τεράστιο έλλειμμα του 2024, από -2.930 σε -2.191 εργαζόμενους! Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, απλά συντηρείται η ίδια κατάσταση που έχει οδηγήσει τις μονάδες να λειτουργούν μόνιμα στο «κόκκινο».
Στην ίδια κατεύθυνση, των περισσότερων βαρών στους ασθενείς, κινείται ο προϋπολογισμός και για τη φαρμακευτική περίθαλψη, κάτι που αποτυπώνεται διαχρονικά στη μεγαλύτερη συμμετοχή των ασθενών, με μείωση της κρατικής ασφαλιστικής δαπάνης. Την ίδια στιγμή μειώνονται οι υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις υπέρ του ΕΟΠΥΥ από τους ομίλους του Φαρμάκου, σε μία ακόμα μορφή κρατικής στήριξης στους βιομηχάνους του κλάδου.
Ετσι και φέτος, σε απόλυτα μεγέθη έχουμε μια ελάχιστη αύξηση του προϋπολογισμού για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση κατά 55 εκατ. ευρώ. Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 2009 - 2010 οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί ήταν 182.700 και φέτος είναι 124.392 (2.798 λιγότεροι από πέρυσι), παρά τις υποσχέσεις του υπουργείου για προσλήψεις μετά από 12 χρόνια πλήρους αδιοριστίας. Οι προσλήψεις αναπληρωτών πέρυσι έφτασαν τις 52.263 συνολικά (χωρίς φυσικά να καλύψουν όλα τα κενά) και φέτος προϋπολογίζονται σε 41.900, αφήνοντας προφανώς πολλούς μαθητές ακάλυπτους, αφού τα Ολοήμερα ακόμα δεν είναι σε πλήρη λειτουργία, ενώ η Παράλληλη Στήριξη τείνει να εξαφανιστεί.
Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου», με 250 εκατ. για τις σχολικές υποδομές, είναι σκέτη κοροϊδία, αφού το ποσό δεν φτάνει ούτε για τις τουαλέτες των σχολείων και για σοβατίσματα, ενώ οι δαπάνες προς τους δήμους για συντηρήσεις κτιρίων έχουν περικοπεί πάνω από 50% την τελευταία δεκαετία, καθιστώντας τα απόλυτα επικίνδυνα.
Αλλά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση τα επιπλέον 30 εκατ. περίπου, που προβλέπονται σε σχέση με το 2024, είναι μείωση στην πράξη. Και απόλυτα, δηλαδή σε σχέση με πέρυσι, αφού δεν υπερκαλύπτουν την άνοδο του πληθωρισμού στις λειτουργικές δαπάνες για ρεύμα, θέρμανση, νερό, επισκευές, αναλώσιμα κ.λπ., και πολύ παραπάνω σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των πανεπιστημίων.
Στην εισηγητική έκθεση επίσης «διαφημίζεται» η αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος για τους φοιτητές των περιφερειακών πανεπιστημίων, κατά 500 ευρώ ανά έτος, με προβλεπόμενο συνολικό κόστος 15 εκατ. ευρώ. Στην ουσία όμως μιλάμε για αύξηση 40 ευρώ τον μήνα, η οποία έχει ήδη εξανεμιστεί από τις αυξήσεις των τιμών των ενοικίων και εν γένει του κόστους διαβίωσης. Κι αυτό την ώρα που παραμένει και επεκτείνεται η τεράστια υποστελέχωση και εμπορευματοποίηση όλων των υπηρεσιών της φοιτητικής μέριμνας, που υποχρεώνει τη λαϊκή οικογένεια προκειμένου να σπουδάσει τα παιδιά της να βάζει και πάλι το χέρι στην τσέπη.
Ξεχωριστά πρέπει να εξετάσουμε το θέμα του προσωπικού και των υποδομών των ΑΕΙ. Ενδεικτικό είναι ότι το 2024 καλύφθηκε μόλις 1 στις 4 αποχωρήσεις διδασκόντων - πλην Ιατρικών Σχολών. Ετσι, οι 1.000 θέσεις μόνιμου διδακτικού προσωπικού τις οποίες έχει ανακοινώσει το ΥΠΑΙΘ είναι κάτι λιγότερο από σταγόνα στον ωκεανό: Δεν καλύπτουν καν τις αποχωρήσεις, πόσο μάλλον τις τεράστιες απώλειες από το πάγωμα προσλήψεων της προηγούμενης δεκαετίας, κι αυτό την ίδια ώρα που έχουν πολλαπλασιαστεί τα προγράμματα σπουδών (μόνο τα μεταπτυχιακά τους φτάνουν τα 1.300) και γενικά οι ανάγκες των ΑΕΙ.
Οι ασυντήρητες κτιριακές εγκαταστάσεις και υποδομές έχουν αρχίσει να αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πτώση θαλάμου ασανσέρ στις φοιτητικές εστίες του ΑΠΘ, και με τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ να ζητά στην κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης να εισαχθεί νέο κριτήριο, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κόστος λειτουργίας και συντήρησης όλων των κτιριακών εγκαταστάσεων και υποδομών σύμφωνα με το συνολικό εμβαδό τους.
Κοινώς, και στην Παιδεία μιλάμε για άλλον έναν προϋπολογισμό μιζέριας και ακάλυπτων αναγκών...
Το 2025 οι αποδόσεις των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) για τους δήμους είναι αυξημένες κατά 40 εκατ. ευρώ και των Περιφερειών κατά 10 εκατ., η ειδική επιχορήγηση «παγωμένη» και οι λοιπές αποδόσεις και επιχορηγήσεις σχεδόν μηδενισμένες. Συνολικά προβλέπεται οι δήμοι να πάρουν επιπλέον 21,4 εκατ. από αυτά που πήραν το 2024 και οι Περιφέρειες 5,7 εκατ. ευρώ, δηλαδή ψίχουλα σε σχέση με τις αυξημένες ανάγκες. Ταυτόχρονα σημειώνεται νέο ρεκόρ απόκλισης των θεσμοθετημένων πόρων από αυτούς που τελικά προϋπολογίζονται για την Τοπική Διοίκηση.
Για τους δήμους ο προϋπολογισμός προβλέπει 2,4 δισ. ευρώ, ενώ με βάση τις ρυθμίσεις του νόμου 3852/2010 θα έπρεπε να αποδοθούν 8,5 δισ. (διαφορά 6,2 δισ), για τις δε Περιφέρειες 773 εκατ. αντί για 1,67 δισ. (διαφορά 898,3 εκατ. ευρώ).
Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εξαιτίας της υποχρηματοδότησης ενισχύεται η δυνατότητα αύξησης των ιδίων εσόδων, ενισχύοντας περισσότερο την ανταποδοτικότητα σε όλες σχεδόν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, το κυνήγι είσπραξης φόρων και τελών από τους δημότες, τροφεία και άλλες εισφορές. Εμμεση παραδοχή της υποχρηματοδότησης και για τη νέα χρονιά είναι για παράδειγμα η ΚΥΑ του προηγούμενου μήνα για τη νέα μέθοδο τιμολόγησης, η οποία αυξάνει κατά μέσο όρο 30% το κόστος του νερού, ενώ υπάρχει η περίπτωση του δήμου Αγρινίου, όπου αυξήθηκε κατά 250%!
Επιπλέον, οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό για την κάλυψη δαπανών που αφορούν την πυροπροστασία και την κάλυψη της δαπάνης για τη σίτιση μαθητών Μουσικών και Καλλιτεχνικών Γυμνασίων και Λυκείων μένουν «παγωμένες» στα ανεπαρκή επίπεδα του 2024.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η κυβερνητική πολιτική στο νερό, όπου με τη συγκέντρωση των εταιρειών ύδρευσης και άρδευσης σε λίγα χέρια προωθείται ο μεγαλύτερος έλεγχος και καθορισμός της τιμής του νερού, που ήδη αυξάνει το κόστος για τους βιοπαλαιστές αγροτοκτηνοτρόφους και γενικότερα για τον λαό.
Παράλληλα, τα χρήματα που υπολογίζονται στο πλαίσιο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού αφορούν την ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού του τουρισμού, του θαλάσσιου χωροταξικού πλαισίου, του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τη βιομηχανία, την εφοδιαστική αλυσίδα και τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια. Κριτήριο και εδώ είναι η κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, ώστε να εξασφαλίζεται η χωροθέτηση των επενδύσεών τους χωρίς εμπόδια.
Οσον αφορά τα δάση, εφαρμόζεται μια πολιτική που αποτελεί κι αυτή εξειδίκευση της στρατηγικής της ΕΕ, ώστε να αξιοποιηθούν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Δηλαδή θα μπορούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες να αντισταθμίζουν την εκπομπή ρύπων με αγορά δικαιωμάτων που θα προκύπτουν από τη διαχείριση των δασών από τους ξυλοβιομήχανους.
Η δήθεν προστασία των δασών γίνεται με χρηματοδότηση, από το «αμαρτωλό» ΤΑΙΠΕΔ, δασοτεχνικών έργων καθαρισμού - χρήματα βέβαια που δεν έχουν σταθερή βάση. Τα πολυδιαφημιζόμενα έργα του «AntiNero», με τα οποία η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι καθάρισε 190.000 στρέμματα, αποτελούν το 1% των δασών που πρέπει να καθαριστούν, είναι αποσπασματικά και δεν καλύπτουν την ανάγκη ολοκληρωμένης διαχείρισης και πυροπροστασίας των δασών, ενώ κοστίζουν έως και 8 φορές περισσότερο απ' όσο αν εκτελούνταν με αυτεπιστασία από μια διαφορετικά οργανωμένη και στελεχωμένη Δασική Υπηρεσία, και γινόταν αυτό για όλα τα δάση στο πλαίσιο της διαχείρισής τους.
Τα ζητήματα Πολιτικής Προστασίας εντάσσονται στις αποφάσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ περί ανθεκτικότητας. Η κυβέρνηση της ΝΔ, εξειδικεύοντας τις αποφάσεις αυτές, προχώρησε σε αλλαγές στο νομικό πλαίσιο και στη δομή της Πολιτικής Προστασίας, και στο πρόγραμμα «Αιγίς», το οποίο παρουσιάστηκε ως το πρόγραμμα που θα αντιμετωπίσει τις πυρκαγιές, τις οποίες εντάσσουν στην Πολιτική Προστασία και την ανθεκτικότητα, και η χρηματοδότησή του προβλέπεται και από τον προϋπολογισμό του 2025.