Τα στοιχεία για την ανεργία από τη γειτονική Βουλγαρία έρχονται να καταρρίψουν με παταγώδη τρόπο το μύθο που αναπαράγουν σε όλους τους τόνους εν χορώ τα κόμματα της πλουτοκρατίας, ότι δηλαδή αν το λεγόμενο «εργατικό κόστος» (μισθολογικό συν εργοδοτικές εισφορές) πέσει στα ανταγωνιστικά επίπεδα των γειτονικών χωρών και συνάμα μειωθούν και οι φορολογικοί συντελεστές για τα κέρδη των επιχειρήσεων στα ίδια επίπεδα, δηλαδή στο 10%, τότε θα επιτευχθεί η πολυπόθητη «ανάπτυξη» και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έδωσαν τα συνδικάτα της γειτονικής χώρας, την τελευταία τριετία χάθηκαν 400.000 θέσεις εργασίας, παρά το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός έφτασε στα 135 ευρώ. Την ίδια στιγμή οι μισθοί πείνας, η φτηνή και ανασφάλιστη εργατική δύναμη δε μειώνει την ανεργία, που ανερχόταν στο 12,6% τον περασμένο Μάρτη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Γιούροστατ. Κι όμως, αυτή είναι η «ανάπτυξη» που οραματίζονται οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑ.Ο.Σ., της ΔΗΣΥ, που επιχειρούν μάλιστα να λανσάρουν ως μονόδρομο και ως το «φάρμακο» για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Είναι ολοφάνερο ότι αυτό που υπόσχονται στην πραγματικότητα είναι μισθοί των 200-300 ευρώ, προσωρινές θέσεις εργασίας και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ενώ ταυτόχρονα οι επιχειρηματικοί όμιλοι θα απαλλαγούν πλήρως από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Με άλλα λόγια, προκειμένου να υπάρξει «βιώσιμη ανάπτυξη», που θα διασφαλίζει δηλαδή την αειφόρο κερδοφορία του κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι πρέπει να μετατραπούν σε σύγχρονους σκλάβους των μονοπωλίων και ο λαός να εξαθλιώνεται. Η σκληρή πραγματικότητα «κραυγάζει». Ανάπτυξη με γνώμονα τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες μπορεί να υπάρξει μόνο από μια λαϊκή εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια, με πανεθνικό σχεδιασμό, με εργατικό έλεγχο, έξω από τα πλαίσια της ΕΕ και με μονομερή διαγραφή του χρέους.
Το «φάρμακο» για την ανεργία είναι «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας», αποφάνθηκε ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τα στοιχεία της Γιούροστατ, που δείχνουν ότι οι άνεργοι στα κράτη-μέλη της ΕΕ ανήλθαν τον περασμένο Μάρτη στα 27,772 εκατομμύρια. Ομως αυτές «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας», που βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος του πολέμου που έχει κηρύξει η λυκοσυμμαχία της ΕΕ κατά της εργατικής τάξης, εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια από τα κράτη-μέλη της ΕΕ που κατεδάφισαν πλήρως τα εργασιακά δικαιώματα και μετέτρεψαν τις σταθερές θέσεις εργασίας σε ελαστικές σχέσεις προσωρινής και μερικής απασχόλησης με μισθούς πείνας. Συντονισμένα και με αμείωτους ρυθμούς οι κυβερνήσεις της ΕΕ προχώρησαν στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού, ενώ ταυτόχρονα μείωσαν τα επιδόματα και τις παροχές ανεργίας, με προφανή στόχο να δεχθούν οι νέοι μισθούς των 200 και 300 ευρώ. Την ίδια στιγμή, η ανεργία όχι μόνο δε μειώθηκε, όπως υπόσχονταν παραπλανώντας τους λαούς οι κυβερνήσεις της ΕΕ, αλλά αυξήθηκε, καταρρίπτοντας το μύθο ότι τάχα οι χαμηλοί μισθοί και η φτηνή εργατική δύναμη θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Η εργατική τάξη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η ανεργία είναι μόνιμο «προϊόν» της καπιταλιστικής κρίσης και πλήρης απασχόληση μπορεί να υπάρξει σε μια λαϊκή οικονομία και εξουσία. Στις σημερινές συνθήκες το ΚΚΕ έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση νόμου για γενναία μέτρα προστασίας των ανέργων, η οποία απορρίφθηκε από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, που αδίστακτα την ίδια στιγμή εμπαίζουν τους ανέργους πουλώντας τους φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Ξέρετε: «Το βλέμμα της Ευρώπης στις ελληνικές εκλογές», «ανησυχία για κυβερνητική αστάθεια», «αβεβαιότητα για το μέλλον της Ελλάδας» και όλα τα σχετικά.
Εντελώς τυχαία, ο διεθνής περίγυρος φαίνεται να συμμερίζεται τις ανησυχίες του Βενιζέλου και του Σαμαρά και όλοι να καταλήγουν στο ότι με κάθε θυσία και τρόπο πρέπει να συνεχιστεί η ίδια πολιτική.
Φυσικά, σε αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Σας βεβαιώνουμε, λοιπόν, πως οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές έχουν ακριβώς τα ίδια άγχη με τους εγχώριους τραπεζίτες, εφοπλιστές και βιομηχάνους.
Το πώς θα διατηρήσουν φτηνή την εργατική δύναμη και να την κάνουν ακόμη φθηνότερη, πώς θα πληρώνουν λιγότερα για ασφάλιση (έως και καθόλου), ελάχιστους φόρους και, φυσικά, πώς θα έχουν εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα.
Αφού λοιπόν αυτά ανησυχούν το κεφάλαιο αυτά ανησυχούν και τους εκπροσώπους τους είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο.
Οσο για τα μέσα ενημέρωσης ...δικά τους είναι, τι άλλο θα μπορούσαν να λένε; Τίποτε εκτός από το να αναπαράγουν αυτά τα επιχειρήματα. Απλά το κάνουν με ...υποβλητικά ρεπορτάζ και ιδιαιτέρως προβληματισμένους «αναλυτές» στα βραδινά τους δελτία.
Το πού τελειώνει η δημοσιογραφία (αν έστω ασκείται καν) και πού αρχίζει η ...υποκριτική σε όλους αυτούς, είναι πραγματικά δύσκολο να το εντοπίσεις.ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΟΣ Ο Ντράγκι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν αλλάζει γνώμη η Μέρκελ. Ομως, έρχεται ο Ολάντ και αρχίζει να πνέει ...καινούριος αέρας. Μέχρι και ο Μάριο Μόντι άφησε τα περί λιτότητας και αρχίζει να μιλάει για ανάπτυξη!
Και αυτό το παραμυθάκι «παίζει» πολύ τελευταία. Λες και αυτοί που μιλάνε για «λιτότητα» και αυτοί που μιλάνε για «ανάπτυξη», λένε κάτι διαφορετικό. Σαν να μην είναι η «λιτότητα» για τους εργαζόμενους προϋπόθεση «ανάπτυξης» για τις επιχειρήσεις!
`Η μήπως θέλουν να πιστέψουμε ότι η ανάπτυξη των εταιρειών είναι αυτό που θα μειώσει την ανεργία μιας και θα «δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας»;
Ο μόνος τρόπος που αντιλαμβάνονται αυτοί τη μείωση της ανεργίας είναι το να μοιράσεις μια θέση δουλειάς (και την αμοιβή της φυσικά) στα δύο. `Η στα τρία, στα τέσσερα, στα πέντε. Οσο περισσότεροι (φτωχοί) τόσο καλύτερα.