Στις 9/7/2003, όταν ξεκινούσε, δειλά - δειλά, η αντίσταση των Ιρακινών κατά των Αμερικανοβρετανών κατακτητών, έγραφα σε τούτη τη στήλη: «Ξάφνου η πόλη "ξυπνάει". Η πρώτη φωνή που ακούγεται απαιτεί: "Αφήστε μας να κλάψουμε τα παιδιά μας". Υστερα: "Ελευθερία, ή θάνατος". Και μετά: "Θα την πάρουμε πάλι τη Βαγδάτη". Νάτος, τούτος ο λαός που δε γονατίζει παρά μόνο μπροστά στους νεκρούς του. Νάτη, τούτη η πολιτεία που δε χαμπαριάζει το θάνατο. Τώρα, οι ζωντανοί σηκώνονται ορθοί, δεν αδειάζουν να πεθάνουν. Κι οι σκοτωμένοι ανοίγουν τα μάτια, αναζητώντας δικαίωση. Αντίσταση σαλπίζουν οι πρωτοπόροι. Κι αν δεν τους έμειναν όπλα, θα ξεθάψουν τα παλιά τους ντουφέκια. Κι αν δεν τα βρουν, θα χρησιμοποιήσουν τα κόκαλα των σκοτωμένων, μέχρι να πάρουν τα όπλα των οχτρών τους. Και το "πανηγύρι" αρχίζει».
Κι ύστερα, προειδοποιώντας τους στρατιώτες των κατακτητών, σημείωνα: «Φύγε Τζόνι. Δεν αξίζει να πεθάνεις για ένα μισθό. Γύρνα πίσω, η μάνα σου, η αδελφή σου, η καλή σου σε περιμένουν ζωντανό. Φύγε, για να μην έχεις την τύχη των φίλων σου, που χάθηκαν σε χώρα μακρινή κι εχθρική. Φύγε, γιατί από δω και πέρα οι σφαίρες σου θα γυρίζουν πίσω στην καρδιά σου. Δεν πρόκειται να νικήσετε οι Αμερικανοί στο Ιράκ, όπως δε νικήσατε στο Βιετνάμ. Είναι αμέτρητοι οι ξεσηκωμένοι, ποιον να πρωτοσκοτώσεις; Δεν μπορούν να σκοτωθούν οι αγωνιστές της λευτεριάς. Φύγε Τζόνι. Γύρνα στην Ουάσιγκτον και πες στον Μπους ότι είναι αδύνατον να υποταχθούν, για πάντα, οι λαοί. Να σκλαβωθούν, για πολύ, οι πατρίδες. Ν' αλωθούν, για λίγο, οι ελεύθερες ανθρώπινες συνειδήσεις. Φύγε Τζόνι όσο είναι καιρός».
Τώρα, εκείνες οι μικρές εστίες αντίστασης στο Ιράκ, γίνονται σιγά σιγά πυρκαγιές που καίνε τη χώρα, απ' άκρου σ' άκρο. Οι κατακτητές δε βρίσκουν πουθενά ησυχία και καθημερινά μετρούν θύματα. Ο εφιάλτης του Βιετνάμ πανικοβάλλει τον Μπους, που βλέπει την πανίσχυρη υπερδύναμη να μοιάζει αδύναμη μπροστά στην οργή του ιρακινού λαού. Ο άλλοτε υπερόπτης κι αλλαζονικός «πλανητάρχης» αναζητεί, απεγνωσμένα, τη βοήθεια των συμμάχων, που, για δικούς τους λόγους, δεν τον ακολούθησαν στον πόλεμο. Ο ζωηρούλης Βρετανός υπαρχηγός του, ζάρωσε σαν βρεγμένη γάτα. Οι εξ Ιταλίας και Ισπανίας συμπολεμιστές του, μοιρολογούν σαν γυναικούλες μπροστά στα φέρετρα των στρατιωτών τους. Κι από κοντά ο πονόψυχος πρωθυπουργός «μας», να εκφράζει την οδύνη του για τον «άδικο χαμό» των κατακτητών, που πέφτουν θύματα της «τρομοκρατίας».
Μαζί με τους «πενθούντες» και οι «ευαίσθητοι». Αυτοί που δηλώνουν πως διαφωνούν με τον τρόπο που εκδηλώνεται η Αντίσταση κι ορμηνεύουν τους Ιρακινούς να χρησιμοποιούν άλλες μορφές πάλης. Λες και μπορεί να γίνει Αντίσταση με τις κατάρες. «Γιατί να σκοτώνονται κι αθώοι», αναρωτιούνται οι «ευαίσθητοι». Λες - ακόμη κι αν αφαιρεθούμε από τις συγκεκριμένες σήμερα συνθήκες του Ιράκ - και δεν ξέρουν ότι οι πραγματικοί αγωνιστές της λευτεριάς και της εθνικής ανεξαρτησίας δε στοχεύουν τους άσχετους κι οι προβοκάτορες δε λείπουν ποτέ. Λες και αγνοούν ότι για να σταθεί μια Κατοχή χρειάζεται και τους «Κουίσλιγκ» και τους δοσίλογους και τους κιοτήδες. Λες και δεν αντιλαμβάνονται, ότι όποιος αποδέχεται, αδιαμαρτύρητα την υποδούλωση της πατρίδας του, γίνεται συνένοχος των κατακτητών...
Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ