Ομολογουμένως, ο νομάρχης επιδεικνύει εσχάτως ιδιαίτερη ζέση για το θέμα των γηροκομείων, που είναι και «πιασάρικο» επικοινωνιακά, αφού αγγίζει την ευαισθησία του κόσμου. Ετσι, ζητάει την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου επί το αυστηρότερον και την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών της Νομαρχίας. Με άλλα λόγια, οι προτάσεις του στοχεύουν σε μια αποτελεσματικότερη διαχείριση της βαρβαρότητας, που έχουν δημιουργήσει οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις με την πολιτική τους και, ταυτόχρονα, οδηγούν στο ξεκαθάρισμα του τοπίου από τους «μικρούς» επιχειρηματίες του χώρου, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την άλωση και αυτού του τομέα από το μεγάλο κεφάλαιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ούτε μια κουβέντα, όμως, δεν αναφέρει ο «ευαίσθητος» νομάρχης για την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει δωρεάν και υψηλού επιπέδου φροντίδα στους ηλικιωμένους ή για την κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης, η οποία - είτε έτσι είτε αλλιώς - καταλήγει στην άγρια εκμετάλλευση των αναγκών των ηλικιωμένων και των οικογενειών τους. Τον καταλαβαίνουμε. Αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση και σύγκρουση με την πολιτική τόσο της ΝΔ όσο και του κόμματός του (ΠΑΣΟΚ).
Οι καταγγελίες για πολλές και διάφορες παρανομίες σε αρκετές πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες της Ρόδου είχαν γίνει πέρυσι και είχε διαταχθεί έρευνα από τον προϊστάμενο της Πολεοδομίας. Εγινε έρευνα, λοιπόν, και κατέληξε σε πόρισμα, το οποίο υποβλήθηκε στον εισαγγελέα. Ακολούθησε η διενέργεια τακτικής ανάκρισης και ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της πρώην προϊσταμένης της Πολεοδομίας. Οταν, όμως, ο ανακριτής Ρόδου - στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας - ζήτησε να τεθούν υπόψη του οι φάκελοι των ξενοδοχείων, όπου υπάρχουν όλα τα στοιχεία που αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, τα ...βρήκε μπαστούνια. Η απάντηση, που πήρε από την Πολεοδομία και το Κτηματολόγιο, είναι ότι οι φάκελοι έχουν εξαφανιστεί...
Συμβαίνουν κι αυτά σε μια κοινωνία, όπου η πρώτιστη ...αξία είναι το επιχειρηματικό κέρδος και το κράτος είναι ταγμένο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πλουτοκρατίας.
Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα για τους μικρούς αλιείς της χώρας μας, αφού χρόνο με το χρόνο πολλαπλασιάζονται τα περιοριστικά για το επάγγελμά τους μέτρα, που παίρνονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, στη βάση φυσικά των σχετικών συναποφασισμένων ευρωενωσιακών κατευθύνσεων και των ευρω-κοινοτικών υποδείξεων. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απαγόρευση της αλιείας του ερυθρού τόνου και του ξιφία, απαγόρευση που, όπως λένε οι ίδιοι μικρομεσαίοι αλιείς ανά την Ελλάδα, χαντακώνει ακόμη περισσότερο το επάγγελμά τους. Το παραπάνω μέτρο όμως καταντάει προκλητικό, όταν σε πολλές περιπτώσεις πλούσιοι ερασιτέχνες ψαράδες με πανάκριβα ταχύπλοα συναγωνίζονται σε οργανωμένους αγώνες στο ψάρεμα του ερυθρού τόνου! Φαίνεται ότι γι' αυτούς δεν ισχύουν οι ...«ευρω-οικολογικές» ευαισθησίες, οι οποίες για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι απλώς αποτελούν το όχημα για το οριστικό ξεπάστρεμα των μικρών ψαράδων προς όφελος της μεγάλης επιχειρηματικής αλιείας.
Οταν ήταν στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ και ο τότε υφυπουργός Ανάπτυξης, Κ. Κουλούρης, με τη συνοδεία τηλεοπτικών συνεργείων, «κυνηγούσε» την ακρίβεια στις λαϊκές αγορές, η ΝΔ, αξιωματική αντιπολίτευση τότε, περιέγραφε με μαύρα χρώματα την άσχημη πραγματικά κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, κατάγγελλε την πολιτική της κυβέρνησης και πρότεινε, ως λύση, να δοθούν κάποια επιδόματα στους φτωχότερους και, κυρίως, να απελευθερωθεί πραγματικά η αγορά και να λειτουργήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ εφαρμόζει την ίδια ουσιαστικά με τις προκατόχους της αντιλαϊκή πολιτική, κλιμακώνοντας τα αντιλαϊκά μέτρα και το ΠΑΣΟΚ, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μιλάει για ακρίβεια και νέα φτώχεια και προτείνει όσα πρότεινε, πριν μερικά χρόνια, η ΝΔ. Να δοθούν κάποια επιδόματα στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους και, κυρίως, «να προχωρήσει επιτέλους η κυβέρνηση στην ορθή απελευθέρωση των αγορών και στην αντιμετώπιση των όποιων ολιγοπωλιακών πρακτικών οδηγούν σε υπερβολικές αυξήσεις των τιμών. Να λειτουργήσει πραγματικά η Επιτροπή Ανταγωνισμού»...
Βεβαίως, οι ταξικές δυνάμεις πάντα είχαν και έχουν προτάσεις συγκεκριμένες. Μόνο που όταν δεν μπορεί η κυρίαρχη προπαγάνδα να τις συγκαλύψει, προκειμένου να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα της γενικής συνθηματολογίας, τότε επιστρατεύει την επιχειρηματολογία της ...μη ρεαλιστικότητας. Πολλοί από το χώρο του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης, των επιχειρηματιών, των τραπεζιτών και των προπαγανδιστών τους στα Μέσα Ενημέρωσης, επιτίθενται, χαρακτηρίζοντάς τες ως μαξιμαλιστικές και μη εφαρμόσιμες. Δε βλέπετε, αναφωνούν, τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί; Ιδού, λοιπόν, το ερώτημα: Είναι ρεαλιστικά τα αιτήματα, που προβάλλει το ΠΑΜΕ;