Και μπορεί, βέβαια, αναζητώντας άλλοθι ο κ. Πολυζωγόπουλος, για τις τεράστιες ευθύνες που έχει και προσωπικά ο ίδιος, τόσο για τα διαλυτικά φαινόμενα μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και για τα μεγάλα πλήγματα σε βάρος των εργαζομένων, να συκοφαντεί με θράσος το ΚΚΕ και να επιχειρεί τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, αναμασώντας θεωρίες περί οργανωτικής διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Σ' αυτό τον τόπο, όμως, όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα των εργαζομένων συνειδητοποιούν ότι ο πραγματικός κίνδυνος για το συνδικαλιστικό κίνημα είναι η υποταγή και η ενσωμάτωση στις προσταγές της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου, που οι πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ υπηρετούν.
Γνωρίζουν όλοι ότι το ΚΚΕ, πάντοτε και τώρα, πάλεψε και παλεύει ενάντια στην ταξική συνεργασία, στον εργατοπατερισμό στους κοινωνικούς διαλόγους και για τα συμφέροντα των εργαζομένων. Την απάντηση στον κύριο Πολυζωγόπουλο για το ποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για το συνδικαλιστικό κίνημα την έδωσαν οι εργαζόμενοι στην προχτεσινή κινητοποίηση με το σύνθημα «ΓΣΕΕ εργατών και όχι των εργοδοτών».
Οσο για το τι θα αποφασίσει το συνέδριο του ΚΚΕ, γι' αυτό έχουν αποκλειστικό λόγο τα μέλη του, που ενεργούν στη βάση της ενότητας της εργατικής τάξης και όχι οι κάθε λογής εργατοπατέρες.
Ποιο είναι το μεγάλο ερώτημα που καίει στην κυριολεξία την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τη Γιουγκοσλαβία; Αν πιστέψουμε τον συνήθως «έγκυρα» ενημερωμένο Αλ. Παπαχελά, το ερώτημα είναι «ποια θα είναι τώρα τα οφέλη», τα ανταλλάγματα της Ελλάδας από την πολιτική που ακολούθησε. Δε διστάζει μάλιστα, στο χτεσινό «Βήμα», να γίνει πιο συγκεκριμένος: Το ζήτημα είναι «η προνομιακή αντιμετώπιση των ελληνικών συμφερόντων για το σερβικό ΟΤΕ, ΔΕΗ, κλπ.». Και ακόμα «η αξιοποίηση των ευκαιριών που θα παρουσιαστούν στη Γιουγκοσλαβία από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέα».
Κανείς δεν είχε την παραμικρή αυταπάτη, ότι μετά τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ και την ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση πριν και μετά τις εκλογές στη Γιουγκοσλαβία, θα ακολουθούσε η εισβολή των πολυεθνικών. Σε αυτό το θεάρεστο έργο, της μοιρασιάς της λείας και της λεηλασίας της γειτονικής χώρας, η κυβέρνηση Σημίτη θέλει να παίξει - και εδώ - πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ομως ο καλά διασυνδεδεμένος συντάκτης του άρθρου δε διστάζει να αναφέρει και τη «βοήθεια» που πρόσφερε η κυβέρνηση στα «πρώην» κόμματα της αντιπολίτευσης στη Γιουγκοσλαβία. «Η Αθήνα - γράφει - μέσω του κ. Αλεξ Ρόντου, έστησε έναν μηχανισμό υποστήριξης της αντιπολίτευσης με χρηματοδότηση σημαντικών Ελλήνων επιχειρηματιών. Η ενίσχυση των μη κυβερνητικών οργανώσεων και ανεξάρτητων ΜΜΕ ήταν ένας από τους βασικούς στόχους της επιχείρησης. Η ελληνική κυβέρνηση έπαιξε επίσης κρίσιμο ρόλο στις εσωτερικές διαπραγματεύσεις των διαφόρων ηγετών της αντιπολίτευσης, προκειμένου να υπάρξει τελικά το κοινό μέτωπο που κέρδισε τις εκλογές. Πολλές από τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν στο Καβούρι και σε σουίτες ξενοδοχείων στην Αθήνα».
Και ακόμα είμαστε στην αρχή. Η αίσθηση του νικητή και του κυρίαρχου του παιχνιδιού λύνει τα στόματα, έστω και αν πρόκειται για να μεγαλώσουν τα «ανταλλάγματα».
Η σημαντική συμμετοχή των εργαζομένων στην πανελλαδική απεργία της Τρίτης, που ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Πολύ περισσότερο, δεν είναι αποτέλεσμα του καλέσματος των ηγεσιών ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, με δεδομένη τη λειψή αξιοπιστία τους και την εμπειρία της συστηματικής, επί χρόνια, προσπάθειάς τους να αδρανοποιήσουν τους εργαζόμενους, να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει ο αγώνας. Το μέγεθος της συμμετοχής στην απεργία ξάφνιασε πολλούς και, μάλιστα, δυσάρεστα. Τα κυβερνητικά στελέχη, που είναι επιφορτισμένα να περάσουν τη σκληρή αντεργατική πολιτική με έμφαση στα μέτρα για το χρόνο εργασίας, τις απολύσεις, την επέκταση της μερικής απασχόλησης σε βάρος της πλήρους, κατάλαβαν ότι έχουν δύσκολες μέρες μπροστά τους. Τα στελέχη του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, εκείνοι που κοπιάζουν να περιορίσουν τις αντιδράσεις των εργαζομένων, που διαστρεβλώνουν τα αιτήματα του συνδικαλιστικού κινήματος και τα διατυπώνουν με βολικό, για την κυβέρνηση, τρόπο στα τραπέζια του «κοινωνικού διαλόγου», ένιωσαν, επίσης, μια δυσάρεστη έκπληξη.
Η επόμενη κίνηση δεν μπορεί παρά να έχει τη σφραγίδα της συνέχισης του αγώνα, της κλιμάκωσής του, της ενίσχυσης και της διεύρυνσης της συσπείρωσης. Αυτή τη στιγμή, οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το ΠΑΜΕ έρχονται να καλύψουν το σημαντικό κενό της «επόμενης μέρας», που όχι μόνο δεν επιχείρησαν, έστω προσχηματικά, να καλύψουν οι συμβιβασμένες ηγεσίες στις κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά αποφεύγουν και οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτό. Με το συλλαλητήριο στο οποίο καλεί το ΠΑΜΕ κόντρα στα αντεργατικά μέτρα, στις 21 Οκτώβρη στο Πεδίον του Αρεως, το αγωνιστικό σφυροκόπημα στα κυβερνητικά σχέδια συνεχίζεται. Η συνέχιση του αγώνα δε θα κριθεί, όμως, μόνο από τη διάθεση των εργαζομένων να αγωνιστούν με σωστό προσανατολισμό. Οι διεργασίες μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ενταθούν και να προχωρήσουν παράλληλα με τη διεξαγωγή της πάλης των εργαζομένων. Η μάχη που δίνουν οι ταξικές δυνάμεις για την ενεργοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων, για την αλλαγή των συσχετισμών, για το ξεπέρασμα των συμβιβασμένων πλειοψηφιών με επιτροπές αγώνα σε κάθε χώρο δουλιάς και άλλες πρόσφορες μορφές, είναι καθοριστικής σημασίας.
Πολλά θα δουν
τα μάτια μας
από αυτούς ακόμη,
«μέτρα» θα έρθουν
πιο σκληρά
και νέοι
μαύροι νόμοι,
θα ενταθεί
η αφαίμαξη
κι η φτώχεια
θα θεριέψει
και θα γνωρίσουμε
δεινά
που δεν τα βάζει
η σκέψη.
* * *
Τέτοια θα έρθει
καταχνιά
και θύελλα,
μεγάλη
κι ετοιμαστείτε
όλοι σας
για σύγκρουση,
για πάλη,
χρέος, καθήκον
καθενός
το λάβαρο
ν' αρπάξει
και να προβάλει
αντίσταση
σφοδρή
στη «νέα τάξη»!