Οι προσωπικές τους περιουσίες ξεκινούν από τα 73 δισεκατομμύρια δολάρια ενός Μεξικανού, «πέφτουν» στα 67 δισ. δολάρια για έναν Αμερικανό και ακολουθούν ένας Ισπανός με περιουσία 57 δισ., ένας Αμερικανός με 53,5 δισ. και δύο Γάλλοι με 30 και 29 δισ. αντίστοιχα. Ολοι τους αύξησαν τον πλούτο που διαθέτουν σε σχέση με πέρυσι.
Αυτός ο πλούτος, όπως και όλος ο υπόλοιπος που βρίσκεται στα χέρια άλλων καπιταλιστών, έχει παραχθεί με τον ιδρώτα των λαών, είναι κλεμμένος απ' αυτούς. Πλούτος που θα έπρεπε να τους ανήκει, υπεραρκετός να ικανοποιήσει όλες τις σύγχρονες ανάγκες τους. Κι όμως, δεν μπορούν να απολαύσουν ούτε ένα απειροελάχιστο ποσοστό του. Απεναντίας, βουλιάζουν στη φτώχεια, στερούνται τα στοιχειώδη, το ψωμί, τη στέγη, την πρόσβαση σε υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας. Το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια διαρκώς θα μεγαλώνει όσο ο καπιταλισμός θα σαπίζει και θα προσπαθεί να επιβιώσει αρπάζοντας και την τελευταία μπουκιά απ' το στόμα των ανθρώπων του μόχθου. Και δε θα κλείσει παρά μόνο όταν οι λαοί αποφασίσουν να το κλείσουν, θάβοντας εκεί τους άρπαγες του πλούτου που παράγουν, κάνοντάς τους παρελθόν στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Ανάπτυξης με εκπροσώπους πολυεθνικών ομίλων, που ζήτησαν να πέσουν τα μηνιάτικα ακόμα και στα 300 ευρώ, τροφοδότησε μια μεγάλη συζήτηση για το θράσος που έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις να πιέζουν για νέα επίθεση στους μισθούς. Το θράσος αυτό εντόπισαν και πολλές δυνάμεις που στηρίζουν την ΕΕ, δυνάμεις γενικά της αστικής διαχείρισης (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες κ.λπ.), που συστηματικά εμφανίζουν τη συγκυβέρνηση να «εξαναγκάζεται» σε αντιλαϊκές ανατροπές (λες και η ίδια δεν τις έχει προγραμματίσει) ή της ασκούν κριτική γιατί δε δείχνει πυγμή στους τροϊκανούς.
Αυτές οι δυνάμεις κατακεραυνώνουν τάχα τις προκλητικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων, αποδίδοντας όμως την πρόκληση στην πολιτική της κυβέρνησης και της τρόικας. Ετσι, επιδιώκουν να καλλιεργήσουν την αυταπάτη πως η αντεργατική επίθεση γεννιέται από την πολιτική διαχείρισης που εφαρμόζεται σήμερα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχει και άλλη πολιτική διαχείρισης, που μπορεί να βάλει φρένο στην απαίτηση των επιχειρηματιών για χτύπημα των μισθών, προκειμένου να αυξήσουν την κερδοφορία τους, ως φυσική συνέπεια της οικονομίας που στηρίζεται στο κυνήγι του γρήγορου και εύκολου κέρδους.
Η πείρα που έχουν οι εργάτες από την καπιταλιστική ανάπτυξη τους δίνει τη δυνατότητα αλλά και τους υποχρεώνει να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα, να βαθύνουν τον προβληματισμό τους: Αν, για παράδειγμα, η «Philip Morris» (μία από τις εταιρείες που ήταν στη συνάντηση με τον υπουργό Ανάπτυξης) δεν είχε 33 εκατ. ευρώ μεικτά κέρδη τη διετία 2010 - 2011, ή είχε ζημιές, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή ή θα ήταν δικαιολογημένη η απαίτηση για μισθούς των 300 ευρώ; Οχι, γιατί θα ήταν το ίδιο οδυνηρή για τη ζωή των εργατικών οικογενειών. Αν μία πολυεθνική εταιρεία αντίστοιχου διαμετρήματος καλέσει τους εργάτες να παραιτηθούν από κατακτήσεις που κατοχύρωνε η επιχειρησιακή ή κλαδική Σύμβαση με την υπόσχεση ότι έτσι δε θα χάσουν τη δουλειά τους, θα μπορούσαν οι εργάτες να κοιμούνται ήσυχοι ότι δε θα χάσουν τη δουλειά τους, δηλαδή να θεωρούν ότι η θυσία των δικαιωμάτων τους θα αποτρέψει την εργοδοτική επίθεση; Οχι βέβαια. Γιατί ο ανταγωνισμός για το μοίρασμα της αγοράς οξύνεται αμείωτα και κυριαρχούν εκείνοι που εξασφαλίζουν όλο και φτηνότερους εργάτες. Η «Ford» έκλεισε το εργοστάσιο στο Βέλγιο απολύοντας 4.000 εργάτες, αν και πριν δύο χρόνια οι εργαζόμενοι είχαν αποδεχτεί μειώσεις μισθών στο όνομα της σωτηρίας του εργοστασίου και των θέσεων εργασίας τους.
Τι δείχνουν τα παραπάνω; Οτι όσο η όποια πολιτική διαχείρισης στηρίζει την ανάπτυξη που εξαρτά τα δικαιώματα των εργαζομένων από τις «αντοχές» των μεγαλοεργοδοτών, τότε είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει πολιτική υπέρ των επιχειρηματιών. Αρα αντεργατική.