ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Γενάρη 1999
Σελ. /56
ΔΙΕΘΝΗ
ΚΟΥΒΑ
"Είμαστε ακόμα εδώ"

Αυτά τα πολύ απλά λόγια θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απάντηση των Κουβανών και αυτή τη χρονιά που πέρασε, σε όλες τις Κασσάνδρες που θα ήθελαν να δουν το Νησί της Επανάστασης να περνάει σε άλλα χέρια. "Είμαστε ακόμα εδώ, πολεμάμε, αντέχουμε και τραγουδάμε", παρά το δολοφονικό εμπάργκο και το Χελμς - Μπάρτον, παρά την ξηρασία και το πέρασμα του Τυφώνα "Τζορτζ", παρά την επίσκεψη του πάπα...

...όπου κάποιοι προέβλεπαν ότι η επίσκεψη αυτή θα σημάνει και την αρχή του τέλους. Ο πάπας πράγματι επισκέφτηκε την Κούβα από τις 21 έως τις 26/1/98, προσκεκλημένος του Φιντέλ Κάστρο,όμως οι εκκλήσεις του προς τις ΗΠΑ να προχωρήσει στην άρση του εμπάργκο και του νόμου Χελμς - Μπάρτον προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία των Αμερικανών. Οι δεήσεις του ποντίφικα καμία απήχηση δεν είχαν και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέρριψε αμέσως το αίτημά του, με το επιχείρημα ότι συνιστά νόμο του κράτους. Οσο για αυτούς που προέβλεπαν τις "κατακλυσμιαίες αλλαγές" στην κουβανική σοσιαλιστική κοινωνία, θα εξακολουθούν να προβλέπουν, όπως κάνουν 40 χρόνια ήδη, ή όπως θέλουν να βλέπουν την απόφαση της κουβανικής κυβέρνησης να γιορτάζονται από φέτος τα Χριστούγεννα.

Εξάλλου, οι γενικές εκλογές της 11ης Γενάρη για την ανάδειξη των 595 μελών της Βουλής έδωσαν σε όλους ένα μάθημα και ένα μήνυμα πριν την προσέλευση του ποντίφικα. Οπως είχε τονίσει και ο ίδιος ο Κάστρο, η διαδικασία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς εντάσσεται στο πεντάχρονο πρόγραμμα της "ειδικής περιόδου", που εφαρμόστηκε μετά τις εξελίξεις και την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές δυσκολίες από το εμπάργκο

των ΗΠΑ. Η συμμετοχή του λαού ξεπέρασε το 98%, ξεπερνώντας το ποσοστό αυτών που συμμετείχαν στις προεδρικές εκλογές του '93, δίνοντας την καλύτερη απάντηση σε όσους ευελπιστούσαν σε μεγάλη αποχή ως ένδειξη διαμαρτυρίας! Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη, ο Φιντέλ Κάστρο θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και των 595 βουλευτών για τη νέα πενταετία στην ηγεσία της χώρας.

Ανάπτυξη παρά τις δύσκολες συνθήκες

Η εκλογική διαδικασία επιβεβαίωσε, για άλλη μια φορά, τη θέληση των Κουβανών να προχωρήσουν, παρά τις αντιξοότητες και τις υπέρμετρες δυσκολίες. Αυτή τη χρονιά, η Κούβα, πέρα από το ασφυκτικό εμπάργκο, είχε να αντιμετωπίσει και τις ιδιαιτερότητες της φύσης. Στις 21 Ιούλη, ο Κάστρο μιλώντας στο Κοινοβούλιο ανακοίνωσε ότι η ξηρασία που έπληττε τις ανατολικές περιοχές της χώρας ήταν η χειρότερη αυτό τον αιώνα, δημιουργώντας ανυπέρβλητα προβλήματα, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά ακόμα και στη διατροφή. Εξαιτίας αυτής της ξηρασίας, η κυβέρνηση της Κούβας αναγκάζεται να ζητήσει έκτακτη διατροφική βοήθεια από το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Παγκόσμια Διατροφή, καθώς και τεχνική βοήθεια, ώστε να αντιμετωπίσει την επείγουσα κατάσταση σε πέντε ανατολικές πολιτείες. Οι ζημιές μέχρι τη στιγμή εκείνη ανέρχονταν σε 180 εκατομμύρια δολάρια, ζημιές, όμως, που θα πολλαπλασιαστούν δυστυχώς με το πέρασμα από την Καραϊβική του τυφώνα "Τζορτζ" στα τέλη του Σεπτέμβρη (25 - 26/9). Αντίθετα από τις υπόλοιπες χώρες της Καραϊβικής που επλήγησαν θανάσιμα με έναν τραγικό απολογισμό, που ανέρχεται σε εκατοντάδες νεκρούς, η Κούβα δε θα έχει θύματα, εξαιτίας της άμεσης κινητοποίησης, τόσου του κράτους, όσο και των ομάδων υπεράσπισης της επανάστασης. Ομως, η καταστροφή στις καλλιέργειες στις ανατολικές περιοχές που επλήγησαν - της ζάχαρης, των λαχανικών και οπωρικών, αλλά και του καφέ - δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Η μανία του τυφώνα απλά "θέρισε" ό,τι η ξηρασία είχε αφήσει πίσω της.

Αυτή ήταν και η κυριότερη αιτία, που η Κούβα αυτή τη χρονιά είχε ρυθμό ανάπτυξης μόνο 1,2%, όπως ανακοίνωσαν οι Κουβανοί αξιωματούχοι στις 22/12 κατά τον ετήσιο απολογισμό για το έτος που πέρασε, αφού η παραγωγή της ζάχαρης, που αποτελεί το κύριο εξαγωγικό προϊόν, είχε μειωθεί αισθητά, με αποτέλεσμα, παρά τη μεγάλη αύξηση που παρουσίασε ο τουριστικός τομέας, να μην υπάρχει η προσδοκώμενη ανάπτυξη. Παρ' όλες τις πιέσεις και τους αποκλεισμούς, η Κούβα συνεχίζει να αναπτύσσεται και να προσπαθεί να επιτύχει την ανάκαμψη της οικονομίας, που είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των αναγκών όλων των Κουβανών.

Ρωγμές στο τοίχος του αποκλεισμού;

Είναι μακρύς ο δρόμος και πολύ δύσκολος και το εμπάργκο είναι ένας ακήρυχτος πόλεμος, που το βαρύ κόστος το πληρώνουν καθημερινά. Αυτό το γνωρίζει και η διεθνής κοινότητα, που σιωπά... παρά τις φωνές που εγείρονται σποραδικά, ζητώντας την άρση του. Ετσι και φέτος, για έβδομη μάλιστα συνεχόμενη χρονιά, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (14/10) ζητά να άρει η Ουάσιγκτον το οικονομικό εμπάργκο εναντίον της Κούβας, το οποίο έχει επιβληθεί εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες. "Φίλοι" και "εχθροί" των ΗΠΑ βρέθηκαν από την ίδια πλευρά ψηφίζοντας υπέρ. Υπέρ της απόφασης του ΟΗΕ ψήφισαν 157 χώρες, μόνο δύο κατά (ΗΠΑ, Ισραήλ) και υπήρξαν δώδεκα αποχές στην απόφαση του ΟΗΕ, που φέτος είχε μία ακόμα διαφορά, πέρα από τη σχεδόν ομοφωνία: Η φετινή απόφαση του ΟΗΕ αναφέρεται ειδικά στο νόμο Χελμς - Μπάρτον που επιτρέπει στους Αμερικανούς πολίτες, που είχαν την κουβανική υπηκοότητα πριν την επανάσταση, το 1959, να καταθέτουν μηνύσεις στα δικαστήρια των ΗΠΑ εναντίον ξένων εταιριών και ιδιωτών, που "διακινούν" περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν μετά την επανάσταση.

Επίσης ένα ακόμα στοιχείο διαφοροποίησης της κατάστασης είναι ότι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον, όπως και οι αντίπαλοί της, είναι αντίθετοι με την ισχύ των νόμων εκτός επικρατείας και τις επιδράσεις τους, αφού πιστεύουν ότι παραβιάζει την κυριαρχία τους, υποβάλλοντάς τους στους αμερικανικούς νόμους. Βέβαια, όχι γιατί ξαφνικά νοιάστηκαν για τον πόλεμο των "μαγισσών", αλλά γιατί η στάση αυτή των Αμερικανών "κοστίζει" στις ευρωπαϊκές και άλλες επιχειρήσεις. Μάλιστα, στην αρχή του χρόνου, η ΕΕ είχε προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά των ΗΠΑ και μόλις

τον περασμένο Μάη βρέθηκε μια "συμβιβαστική λύση". Η συμφωνία που λήγει προσωρινά την πολύμηνη διαμάχη είναι ο συμβιβασμός για να σταματήσει η ΕΕ την προσφυγή και σε αντάλλαγμα να λάβει την υπόσχεση ότι οι ΗΠΑ θα κάνουν κάποια εσωτερικά βήματα, ώστε να αλλάξει ο νόμος (να τροποποιηθεί ή να απενεργοποιηθούν κάποια άρθρα του), που έχει σοβαρές επιπτώσεις στο εμπόριο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Τίποτα, δηλαδή...

Φυσικά, οι ΗΠΑ το έχουν χρησιμοποιήσει μαζί με κάποιες άλλες ενέργειες (όπως την επανενεργοποίηση των πτήσεων μεταξύ Μαϊάμι - Αβάνας) για να δείξουν ότι οι "προθέσεις" τους είναι καλές... η αλήθεια είναι ότι ούτε οι προθέσεις ούτε οι πρακτικές που εφαρμόζουν πλησιάζουν στο να είναι υποφερτές. Απλά προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από το συνεχώς διογκούμενο κίνημα αλληλεγγύης και των δραστηριοτήτων του για την άρση του εμπάργκο. Χαρακτηριστικό, αλλά και "ύποπτο" είναι ότι μία πλειάδα "πατριαρχών" του σχεδιασμού της αμερικανικής πολιτικής μία μέρα (13/10) πριν υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση η συγκεκριμένη απόφαση έκαναν έκκληση με τη μορφή επιστολής προς τον Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον για τη δημιουργία μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, όπου θα συμμετέχουν εκπρόσωποι και των δύο κομμάτων, όπου θα επανεξεταστεί και θα επαναπροσδιοριστεί η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κούβα. Την έκκληση - επιστολή που την υπογράφουν εξέχοντα μέλη των Ρεπουμπλικανών - όπως ο Χένρι Κίσινγκερ που διατέλεσε αρχιτέκτονας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί σειρά ετών, ο Λόρενς Ιγκλμπέργκερ υπουργός Εξωτερικών επίσης, αλλά και πολλά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, πρώην υπουργοί και γερουσιαστές - τονίζεται ότι δεν κάνουν σαφώς μία πρόταση ολοσχερούς τερματισμού του εμπάργκο, αλλά νιώθουν ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν πόση ζημία επιφέρουν, τόσο στις αμερικανικές επιχειρήσεις τόσο περιοριστικοί νόμοι, όσο και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, ενώ υπενθυμίζουν ότι δεν έχει γίνει μία "αντικειμενική ανάλυση" και μία επισταμένη μελέτη της κουβανικής πολιτικής από το 1960, που, μετά την προτροπή της τότε επιτροπής, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να προχωρήσουν στο εμπάργκο.

Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Σρι Λάνκα

Εμφύλιος δίχως τέλος

"Ρουφήξτε τον ήλιο σε μια χρυσή αμμουδιά", γράφει μια από τις συχνότερα απαντώμενες αγγλόφωνες διαφημιστικές πινακίδες, στην τουριστική Δύση της Σρι Λάνκα. Δεκάδες χιλιάδες τουριστών το έκαναν πράξη το 1998. Να κατάλαβαν ότι ο εμφύλιος, που διαρκεί εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα, συνεχίζεται; Αμφίβολο

Ο εμφύλιος έκλεισε τον Αύγουστο, 25 χρόνια: ήταν 1972 όταν ο τότε 18χρονος Βελουπιλάι Πραμπχακαράν ίδρυε τους "Τίγρεις των Ταμίλ Εελάμ" ζητώντας ανεξαρτησία για τη μειονότητα και βάζοντας βόμβες σ' ένα καρναβάλι στην Τζάφνα, τη γνωστότερη πόλη του Βορρά. Εκτοτε οι ταραχές δεν έχουν τέλος. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και φέτος. Τον Ιανουάριο, αντάρτικες ομάδες πήραν τον έλεγχο μεγάλου μέρους του Βορρά και της Ανατολής της χώρας. Τον Φεβρουάριο, οι συγκρούσεις με τον στρατό αναζωπυρώθηκαν κι οι νεκροί ξεπέρασαν τους 200. Οι 80 εξ αυτών, στρατιώτες που μεταφέρονταν από θαλάσσης στα μέτωπα, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τι τους χτύπησε: τους βούλιαξαν τορπιλάκατοι των Ταμίλ.

Η κυβέρνηση της Προέδρου Τσαντρίκα Καμαρατούνγκα, που επιθυμούσε να γιορτάσει με λαμπρότητα την 50ή επέτειο της ανεξαρτησίας της χώρας και είχε καλέσει έως και τον διάδοχο του θρόνου της Μεγάλης Βρετανίας, Κάρολο, πήρε δρακόντεια μέτρα για την τελετή της 6ης Φεβρουαρίου. Ωστόσο λίγο μετά το πανηγύρι και την αποχώρηση του κονβόι με τη συνοδεία του Βρετανού διαδόχου, μια νεαρή Ταμίλ αμαύρωσε το "καλό κλίμα". Πυροδότησε εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένη και πήρε μαζί της στο θάνατο άλλους οκτώ ανθρώπους. Οι Ταμίλ συνέχισαν τις βομβιστικές επιθέσεις. Εναν μήνα αργότερα (5/3), στο κέντρο της πρωτεύουσας Κολόμπο εξερράγη παγιδευμένο αυτοκίνητο με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 36 άνθρωποι και να τραυματιστούν εκατοντάδες.

Το καλοκαίρι, καθώς η σύγκρουση χειροτέρευε ξανά, η κυβέρνηση, που λογοκρίνει όλα τα Μέσα Ενημέρωσης - παρά την προγραμματική της δέσμευση το 1994 για "περισσότερη ελευθερία" λόγου - έγινε σκληρότερη. Εξάλλου, η υπερήφανη Πρόεδρος Καμαρατούνγκα, το 1996 είχε δηλώσει το (αμίμητο) "ορισμένες εφημερίδες πρέπει να κλείνουν με διαταγή του στρατού... το να δίνεις ελευθερία στον Τύπο είναι σα να δίνεις ελευθερία σε ένα μουλάρι". Την 5η Ιουνίου το έργο της λογοκρισίας ανετέθη απευθείας στους στρατηγούς. Παράλληλα, οι ένοπλες δυνάμεις προχώρησαν σε αναδιάταξη δυνάμεων και συνέχισαν την επιχείρηση που άρχισε τον Φεβρουάριο του 1995 για την ανακατάληψη της χερσονήσου Τζάφνα.

Τα γεγονότα δε δικαίωσαν τις προσδοκίες των στρατηγών. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, σε μάχες αιματηρότερες από ποτέ, 1.200 άνθρωποι, κυβερνητικοί, αντάρτες και άμαχοι, σκοτώθηκαν. Και οι δύο πλευρές έκαναν λόγο για νίκες. Οι Τίγρεις των Ταμίλ κατέλαβαν, κάτω από τη μύτη χιλιάδων στρατιωτών, αεροπορίας και τεθωρακισμένων, την "κρίσιμης σημασίας" πόλη Κιλινότσι. Πόλη που συνδέει το Βορρά, δηλαδή την υπό στρατιωτικό νόμο φλεγόμενη χερσόνησο Τζάφνα, με το Νότο της χώρας. Η κατάληψη της πόλης Μανκουλάμ από το στρατό, μετά από πολύμηνη πολιορκία, θεωρήθηκε περίπου ισοφάριση της ζημιάς, αλλά ένας απόστρατος διοικητής της αεροπορίας μετρίασε τις θριαμβικές κραυγές. "Σε κάθε νίκη του στρατού" - εξήγησε - "οι Τίγρεις αντεπιτίθενται και χτυπούν πίσω".

Το BBC και το περιοδικό Economist χαρακτηρίζουν "αδύνατη" τη νίκη για οποιαδήποτε πλευρά. Η κυβέρνηση ξοδεύει κατά μέσον όρο 850 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο για τον εμφύλιο, κι ο στρατός έχει τουλάχιστον 100 χιλιάδες μαχητές καθηλωμένους στο Βορρά. Πλην, παρά την αριθμητική, επιχειρησιακή και οικονομική υπεροχή της, η νίκη για τη στρατιωτική μηχανή του Κολόμπο δε μοιάζει κοντινή. Οι Ταμίλ αντιτάσσουν άσβεστο μίσος, μοναδική ικανότητα στον ανταρτοπόλεμο κι εκμεταλλεύονται τις ζούγκλες του Βορρά άριστα.

Πολιτική λύση μοιάζει ακόμη πιο απίθανη: η Πρόεδρος Καμαρατούνγκα όποτε προσπάθησε να περάσει από το Κοινοβούλιο συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για να παρασχεθεί αυτονομία για τις περιοχές όπου οι μειονοτικοί Ταμίλ πλειοψηφούν, σκόνταψε στο Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, το UNP της "σκληρής" αντιπολίτευσης, και στις βουλές των στρατηγών. Τελικώς υιοθέτησε μια αμφιλεγόμενη πολιτική: μέσω του στρατού προσπαθεί να "συντρίψει" τους αντάρτες, και κατόπιν να επιβάλλει "ειδικά καθεστώτα" για τις μειονότητες των Ταμίλ (τους αυτόχθονες, που αποτελούν το 12% του πληθυσμού, και τους Ινδούς, που αποτελούν το 6%). Η αντίφαση της ιδέας - αφού πολιτική συμφωνία θεωρείται αδύνατη χωρίς να συμφωνήσουν οι αντάρτες - δεν την απασχολεί.

Δεν απασχολεί ούτε τη "διεθνή κοινότητα". Την 23η Σεπτεμβρίου, όταν η Πρόεδρος μετέβη στη Νέα Υόρκη για τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον τη διαβεβαίωσε ότι οι ΗΠΑ θα "βοηθήσουν τη Σρι Λάνκα για να καμφθούν οι τρομοκράτες". Με αντάλλαγμα την αξιοποίηση της "πολυετούς εμπειρίας" αντιτρομοκρατικής δράσης του Κολόμπο...

Το ζήτημα οδηγεί σε πρόωρες προεδρικές εκλογές, φέτος: υπολογίζεται πως θα διεξαχθούν στα μέσα του 1999. Η Καμαρατούνγκα, με τις εκλογές κατά νου, άρχισε έναν "αστραπιαίο πόλεμο", έναν πολιτικό blitzkrieg, εναντίον του UNP. Αποδίδει στην ηγεσία του τη "συνέχιση του εμφυλίου", με το επιχείρημα ότι αν συμφωνούσε με το κυβερνών Κόμμα Ελευθερίας, το FP, και οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που αυτή προώθησε "περνούσαν" από τη Βουλή, οι μετριοπαθείς Ταμίλ θα αποδέχονταν τα προταθέντα και οι Τίγρεις για την Απελευθέρωση των Ταμίλ Εελάμ θα έχαναν την υποστήριξή τους από τη μειονότητα και θα περιέπιπταν σε ανυποληψία. Η άλλη πλευρά αντιτείνει ότι οι Ταμίλ μιλούν για "διάλογο" μόνο όποτε αποδυναμώνονται στρατιωτικά...

Ο "διάλογος" επανεπιδιώχθηκε το Νοέμβριο, αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρξε. Κι έτσι εξέλιξη αναμένεται να προκύψει από τις κάλπες. Από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θα κριθεί αν δηλαδή επιδιωχτεί πολιτική λύση ή η αλληλοσφαγή - που ως σήμερα έχει κοστίσει τουλάχιστον 55 χιλιάδες νεκρούς - συνεχίσει να στοιχειώνει τη χώρα. Πλην η "σκληρή" γραμμή κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς. Κυρίως τραπεζίτες και επιχειρηματίες. Που ζητούν "να τιμωρηθούν οι τρομοκράτες μέχρι τελευταίου".

ΠΟΥΕΡΤΟ ΡΙΚΟ
Η "σχιζοφρένεια" ενός δημοψηφίσματος

Οι κάτοικοι του Πουέρτο Ρίκο μπροστά στο δίλημμα που τους τέθηκε, αν επιθυμούν να γίνουν η 51η Πολιτεία των ΗΠΑ ή να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, έδειξαν ότι μπορεί να μη γνωρίζουν τι θέλουν αλλά σίγουρα γνωρίζουν τι δε θέλουν.

Πριν λίγο καιρό οι Πορτορικανοί ψήφισαν, έστω και με πολύ μικρή πλειοψηφία, να διατηρηθεί το παρόν καθεστώς της "περιοχής της Αμερικανικής Κοινοπολιτείας". Βέβαια, οι κάτοικοι κατάφεραν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε ένα δυσανάγνωστο ψηφοδέλτιο με πέντε στήλες, όπου υπήρχαν οι τέσσερις εναλλακτικές προτάσεις για αντίστοιχα καθεστώτα, και την τελευταία στήλη όπου ήταν "κανένα από τα παραπάνω". Αυτό το ιδιότυπο για δημοψήφισμα ψηφοδέλτιο συντάχθηκε από το τοπικό Κοινοβούλιο, του οποίου η πλειοψηφία υποστήριζε την ένταξη του νησιού στις ΗΠΑ, προκειμένου να καταφέρει να "μπερδέψει" τους κατοίκους και να μπορέσει να γίνει εφικτή η ένταξη. Τελικά οι Πορτορικανοί δεν πείστηκαν...

Επί της ουσίας επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο σκηνικό που είχε λάβει χώρα και το 1993 όταν και πάλι οι Πορτορικανοί είχαν απορρίψει την πλήρη ένταξή τους στο ομοσπονδιακό κράτος των ΗΠΑ και μάλιστα σχεδόν με το ίδιο ποσοστό (50,2% - 46,4%). Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι κατά αυτόν τον τρόπο μπορούν να εξασφαλίσουν τα καλύτερα και από τους δύο κόσμους, διατηρώντας την εθνική τους ταυτότητα αλλά και την εγγύηση της αμερικανικής ιθαγένειας. Τι εξασφαλίζουν; Πολύ απλά, όπως οι ίδιοι λένε, την ψυχή τους που χορεύει και τραγουδά στους δρόμους κάτω από τον καυτό ήλιο της Καραϊβικής, τη γλώσσα τους και τα έθιμά τους.

Καθεστώς υποτέλειας

Είναι παράδοξο αλλά μέχρι στιγμής οι Πορτορικανοί έχουν καταφέρει, παρά το καθεστώς υποτέλειας που ισχύει από το 1952, να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα σε σημαντικό βαθμό, με τον αμερικανικό τρόπο ζωής - παρά την ιδιαίτερη σχέση - να μην έχει επικρατήσει πλήρως. Η λάμψη των "ΜακΝτόναλντ" δεν έχει καταφέρει να σκιάσει το τεράστιο κάστρο στην είσοδο του λιμανιού της πρωτεύουσας και να "στραβώσει" τους κατοίκους, που με εμμονή διατηρούν κάποια από τα στοιχεία της κουλτούρας τους, η οποία είναι πολύ κοντινή στα υπόλοιπα ισπανόφωνα νησιά της Καραϊβικής και πολύ μακρινή από τον πολιτισμό της "μητρόπολης". "Είμαστε ένα έθνος ομοιογενές, ώριμο και ισπανόφωνο, όχι μία θυγατρική του Μαϊάμι", δηλώνει ο Ανχελ Ισραέλ Ριμπέρα,καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο.

Ισως αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα για τους κατοίκους του νησιού, αφού ορισμένα στοιχεία της πολιτικής τους κληρονομιάς, που κατάφεραν να απορροφήσουν τα αμερικανικά, από μόνα τους δεν είναι ικανά να αλλοιώσουν την εικόνα του καθεστώτος του νησιού, που δεν είναι άλλη από την υποτέλειά του προς τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη συμφωνία, που ήταν απόρροια του δημοψηφίσματος του 1952, το Πουέρτο Ρίκο είναι μία αυτοδιοικούμενη κοινοπολιτεία των ΗΠΑ. Το Πουέρτο Ρίκο έχει τον απόλυτο λόγο για τα εσωτερικά του ζητήματα αλλά οι ΗΠΑ έχουν απόλυτο έλεγχο για τις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές, τις εξωτερικές και διεθνείς σχέσεις, απόλυτο έλεγχο του εδάφους, των υδάτων και του αέρα, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, του νομίσματος (το εθνικό νόμισμα είναι το αμερικανικό δολάριο), της εθνικότητας και υπηκοότητας, των νόμων που διέπουν το ναυτικό δίκαιο, το στρατό ξηράς και τις στρατιωτικές βάσεις, το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία, τη συνταγματικότητα των νόμων, τις νομικές διαδικασίες αλλά και τις δικαστικές λειτουργίες, το οδικό σύστημα, το ταχυδρομείο, την κοινωνική ασφάλεια, τις συμφωνίες, τον πλήρη έλεγχο όλων των επικοινωνιακών μέσων συμπεριλαμβανομένων και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, την αγροτική οικονομία αλλά και το υπέδαφος της χώρας. Σε ό,τι έχει απομείνει αλλά και σε πλήθος άλλες λειτουργίες του ιδιόρρυθμου αυτού καθεστώτος τον πρώτο και μοναδικό λόγο έχει η κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ακόμα και το δικαστικό σύστημα που θεωρείται ανεξάρτητο μπορεί να εφαρμόζει νόμους που έχουν εγκριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αλλά και η δημόσια υγεία και η εκπαίδευση έχουν απρόσκοπτη εφαρμογή μόνο αν δεν έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους των ΗΠΑ.

Βέβαια αυτό που υποστηρίζουν οι κάτοικοι του Πουέρτο Ρίκο είναι ότι έχουν όλα τα προνόμια που τους εξασφαλίζει το παρόν καθεστώς της κοινοπολιτείας (δηλαδή το αμερικανικό διαβατήριο), χωρίς να είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν φόρους...

Τα αδηφάγα οικονομικά προβλήματα

Αυτό όμως που δεν έχουν ακριβώς συνειδητοποιήσει ακόμα είναι ότι τα προνόμια των μεγάλων οικονομικών πακέτων βοήθειας από τις ΗΠΑ πρόκειται σε λίγο να τελειώσουν. Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ πλήρωναν περίπου 11 δισ. δολάρια ετησίως υπό τη μορφή οικονομικών επιχορηγιών και επιδοτήσεων προς τη βιομηχανία, όμως η κατήφεια του Κογκρέσου, που τον περασμένο Ιούλη ψήφισε απρόθυμα την επανακίνηση των διαδικασιών της αυτοδιάθεσης, είναι άγνωστο πώς θα αντιδράσει μετά το αποτέλεσμα. Εξάλλου η λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος πιθανολογείται ότι θα γίνει αποδεκτή από τις ΗΠΑ μάλλον με κατήφεια, αφού οι προθέσεις του κεντρικού κράτους ήταν μία πλήρης ένταξη και πληρωμή των φόρων για να μην ταϊζεται πλέον ένα "αδηφάγο και άχρηστο" στόμα.

Τα περιθώρια για το Πουέρτο Ρίκο έχουν στενέψει σημαντικά από την πρότερη καλή εποχή της πιο δυναμικής οικονομίας της Καραϊβικής. Οι επενδύσεις δεν έρχονται, αφού η συμφωνία της ΝΑΦΤΑ, του Βορειοαμερικανικού Εμπορικού Συμφώνου, έχουν δώσει τη δυνατότητα στις αμερικανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στο Μεξικό, όπου το εργατικό δυναμικό είναι πολύ φτηνό. Αποτέλεσμα είναι η ανεργία από το 1994 να τριπλασιαστεί φτάνοντας σχεδόν το 15%, ο πληθωρισμός που ήταν το 1991 1,3% ανέβηκε κατακόρυφα το 1996 στο 5,1%, ενώ το μέσο μηνιαίο εισόδημα των Πορτορικανών είναι μόλις στο ήμισυ του εισοδήματος των κατοίκων της φτωχότερης Πολιτείας των ΗΠΑ, του Μισισιπή, φτάνοντας περίπου τα 8.000 δολάρια.

Παράλληλα, οι προθέσεις του κυβερνήτη, Πέδρο Ροσέγιο,για αθρόες περικοπές στους τομείς της δημόσιας υγείας και παιδείας είναι μάλλον δεδομένες και δυσοίωνες, ενώ η προσπάθειά του για την ιδιωτικοποίηση του οργανισμού τηλεπικοινωνιών προβλέπονται να συνεχιστούν με ένταση παρά τις αντιρρήσεις των εργαζομένων, που εκφράστηκαν δυναμικά με την καθολική απεργία τους που διήρκεσε 37 μέρες αυτό το καλοκαίρι. Οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός του κράτους κρίνονται αναγκαίες, φωνάζει ο Ροσέγιο που για προσωπικούς λόγους αλλά και για να "σώσει" το τομάρι του διεξήγε άδοξα επί μία 5χρονη καμπάνια υπέρ της ένταξης στις ΗΠΑ. "Σήμερα οι ΗΠΑ δε θα είχαν κανένα πρόβλημα να μας εγκαταλείψουν. Ούτε τύψεις", δηλώνει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος του Αυτονομιστικού Κόμματος, Φερνάρδο Μαρτίν.

Εξάλλου, ο ουσιαστικός λόγος που οι ΗΠΑ έχουν χάσει το βασικό τους ενδιαφέρον για τη διατήρηση του νησιού "πάση θυσία" και με τεράστιο οικονομικό κόστος μετά την αλλαγή του παγκόσμιου χάρτη, στις αρχές της δεκαετίας, είναι πασιφανής. Ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898 που έληξε νικηφόρα για τις ΗΠΑ είχε στόχο την κυριαρχία των υδάτων της περιοχής και του Ατλαντικού αλλά κυρίως τον έλεγχο της διώρυγας του Παναμά. Η συμφωνία του Παρισιού, στις 10 Δεκέμβρη του 1898, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ισπανία για την παράδοση των αποικιών της - της Κούβας, του Πουέρτο Ρίκο και των Φιλιππίνων - και η άμεση εισβολή και κατοχή των νησιών αυτών από τις ΗΠΑ είχε θέσει τα βασικά θεμέλια για την αναδυόμενη "παγκόσμια υπερδύναμη" με ένα "μικρό και θαυμάσιο πόλεμο", όπως είχε δώσει τότε το χαρακτηρισμό ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τέντι Ρούσβελτ.Εκατό χρόνια μετά κανείς Αμερικανός δε θυμάται αυτό τον πόλεμο ενώ η κυριαρχία είναι πραγματικότητα...

Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ