Η επιστροφή του Ντανιέλ Ορτέγκα στην εξουσία είναι αξιοσημείωτη για αρκετούς λόγους. Καταρχήν, επιβεβαιώνει την τάση ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής από το μεγάλο αφεντικό της περιοχής, τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το πρίσμα της έντασης των προσπαθειών τους για αναστροφή και γιατί όχι ανακοπή αυτής της τάσης, με έμμεσες και άμεσες επεμβάσεις στις πάμπολλες εκλογικές αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα τον τελευταίο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, για τη Νικαράγουα, οι προσπάθειες αυτές έγιναν και ανοιχτές απειλές προς το λαό της Νικαράγουας ότι θα υπάρξει «επιστροφή» στο παρελθόν των σαμποτάζ, των κυρώσεων και του βρώμικου πολέμου. Ομως οι προσπάθειες των ΗΠΑ έπεσαν στο κενό. Ενα ακόμη «μάθημα ανεξαρτησίας» από τους κατοίκους μίας εκ των φτωχότερων χωρών.
Επίσης, η εκλογή του Ντανιέλ Ορτέγκα σηματοδοτεί την ενίσχυση των προσπαθειών συνεργασίας των χωρών ενάντια στην επιβολή επιλογών διαφόρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αμερικανικών κυβερνήσεων. Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, ο Ορτέγκα υπόσχεται ότι θα αντιμετωπίσει τη φτώχεια, που έχει γίνει ενδημικό φαινόμενο μετά την απομάκρυνση των Σαντινίστας από την εξουσία.
Β΄. Αστοί και εργάτες
Το ζητούμενο όμως για τους εργαζόμενους δεν είναι να καταγράφουν την ολομέτωπη αντιλαϊκή επίθεση, αλλά να οργανώσουν τη δική τους αντεπίθεση. Οφείλουν όμως να έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορούν να στηριχτούν ή να ελπίζουν στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αφού καθημερινά αποδεικνύει ότι είναι με τις «μεταρρυθμίσεις». Ευτυχώς, όμως υπάρχουν οι ταξικές δυνάμεις, με μπροστάρη το ΚΚΕ, που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της λαϊκής αντεπίθεσης.
Οταν οι δάσκαλοι απεργούσαν ενάμιση μήνα, ζητώντας αύξηση του μισθού τους για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, η κυβέρνηση τους απαντούσε «δεν έχω» και τα «παλουκάρια» των τηλεοπτικών παραθύρων - «ΤραγγοΚύρτσοι» και «ΠρετεντεροΚαψήδες» - τους κατηγορούσαν ότι «σαμποτάρουν» την ελληνική οικονομία. Το ίδιο συμβαίνει όταν ζητούν από το κράτος άλλοι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι συνταξιούχοι. Οι κυβερνώντες αρνούνται την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων τους, επικαλούμενοι τις «αντοχές της οικονομίας» και οι «τηλεσχολιαστές» αναλαμβάνουν την «εργολαβία» της συκοφάντησης των λαϊκών διεκδικήσεων.
Οταν, όμως, ζητούν οι βιομήχανοι, η κυβέρνηση δε λέει ποτέ «δεν έχω» και οι «τηλεσχολιαστές» κάνουν, πάντα, τους «μουγκούς». Οπως έγινε, τώρα, με τους φαρμακοβιομήχανους, που απαίτησαν και πέτυχαν τεράστια αύξηση στις τιμές των φαρμάκων. Αυτό το «αίτημα» δε «σαμποτάρει» την οικονομία, όταν, εκτός από την τσέπη των ασθενών, επιβαρύνει και τα ασφαλιστικά ταμεία, στα οποία συμβάλλει και ο κρατικός κορβανάς; Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση το δέχτηκε και οι «τηλεσχολιαστές» δεν αντέδρασαν; Διότι η κυβέρνηση είναι της πλουτοκρατίας και οι «τηλεσχολιαστές» τα «τσιράκια» της...
«Να αφήσουμε τις προκαταλήψεις και να φέρουμε πιο κοντά το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε ένα πλαίσιο συνύπαρξης - αυτό παίζει σημαντικό ρόλο - από εκεί ξεκινάει η πρόοδος», δήλωσε τις προάλλες ο υπουργός Υγείας, Δ. Αβραμόπουλος. Και ο παριστάμενος υφιστάμενός του, υφυπουργός Υγείας, Θ. Γιαννόπουλος, συμπλήρωσε: «Το σύστημα Υγείας δεν είναι μόνον ο δημόσιος τομέας, όπως κάποιοι παλαιότεροι είχαν φανταστεί. Ο Ελληνας απαιτεί υπηρεσίες Υγείας ποιοτικές και δεν κάνει διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ή αν είναι ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ».
Και μετά, μερικοί μερικοί αναρωτιούνται, γιατί εμπορευματοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς ο τομέας της Υγείας. Ή, πώς γίνεται και παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη απόδοση κερδών τα τοποθετούμενα στο χώρο της Υγείας κεφάλαια, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Οσο για τον υφυπουργό Υγείας, τον πληροφορούμε, ότι, βεβαίως, οι εργαζόμενοι απαιτούν επαρκείς και ποιοτικές υπηρεσίες Υγείας και πολύ καλά κάνουν. Ταυτόχρονα, όμως, διαφωνούν και, μάλιστα, κατηγορηματικά, να πληρώνουν δυο και τρεις φορές γι' αυτές τις υπηρεσίες. Μια στα ασφαλιστικά Ταμεία, άλλη μια στους υπέρογκους κρατικούς, άμεσους και έμμεσους φόρους κι άλλη μια όποτε χρειαστούν την ανάγκη των υπηρεσιών αυτών.
Στην αρχή βγήκε η αρχηγός των βρετανικών υπηρεσιών, της διαβόητης ΜΙ5, και «αποκάλυψε» ότι τουλάχιστον 1.600 άτομα που ανήκουν σε περισσότερες από 200 οργανώσεις ή δίκτυα δραστηριοποιούνται σήμερα σε τρομοκρατικές ενέργειες στο βρετανικό έδαφος. Επίσης, δίχως άλλα στοιχεία και με βάση το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα», η Ελίζα Μάνινγχαμ Μπούλερ ισχυρίστηκε ότι αποτράπηκαν περίπου 30 σημαντικές απόπειρες για τρομοκρατικές ενέργειες στη χώρα. Προειδοποίησε μάλιστα ότι στο μέλλον οι τρομοκράτες μπορεί να επιχειρήσουν επιθέσεις με χημικά ή πυρηνικά!!! Εντελώς ευθυγραμμισμένη στον «πόλεμο πολιτισμών» έδειξε προς την πλευρά των μουσουλμάνων ισχυριζόμενη - δίχως και πάλι να παρουσιάσει κάποια απόδειξη - ότι Βρετανοί μουσουλμάνοι στρατολογούνται για επιθέσεις αυτοκτονίας και οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών παρακολουθούν περίπου 1.600 υπόπτους... Αμέσως μετά, βγήκε ο Τ. Μπλερ και στηριζόμενος στα «στοιχεία» της αρχηγού των, ανυπόληπτων έτσι και αλλιώς, μυστικών υπηρεσιών, αποφάνθηκε: «Ναι η τρομοκρατική απειλή στη Βρετανία είναι απολύτως πραγματική και έχει αυξηθεί για μακρά χρονική περίοδο». Οπως ήταν εντελώς προβλέψιμο ζήτησε επιπλέον μέτρα ασφαλείας - λες και δε φτάνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες χαφιεδοκάμερες που καταγράφουν τουλάχιστον 300 φορές τον κάθε κάτοικο της Βρετανίας! Προφανώς, έχουν ανάγκη της κατά καιρούς υπενθύμισης της «απειλής» της τρομοκρατίας, για να μπορούν να σφίγγουν τις αλυσίδες γύρω από τους λαούς...
Η τακτική της μεταφοράς του οικονομικού κόστους μιας σειράς υπηρεσιών και παροχών κοινωνικού χαρακτήρα, από το κράτος, στους δήμους και μέσω των τελευταίων στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, αποτελεί μια ακόμη μορφή της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας και εφαρμόζεται χρόνια τώρα, τόσο απ' τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, όσο κι απ' τη σημερινή της ΝΔ. Το κόλπο βρισκόταν και βρίσκεται στη μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Οταν, όμως, κατάγγελλαν όλ' αυτά οι κομμουνιστές, η ηγεσία της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ)... αγρόν ηγόραζε και ισχυριζόταν ότι οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες «ισχυροποιούν» τους δήμους. Τώρα, η ίδια ηγεσία διαπιστώνει ότι το 2006, η κυβέρνηση απέδωσε στους δήμους το ποσό των 180 εκατ. ευρώ για τη λειτουργία των μεταφερθεισών από το κράτος αρμοδιοτήτων - παιδικοί σταθμοί, αθλητικοί χώροι, συντήρηση σχολείων και πολιτική προστασία - όταν οι δήμοι έχουν ήδη δαπανήσει 241 εκατ. ευρώ.
Ψιλολόγια, ίσως, πείτε και θα 'χετε δίκιο. Να σκεφθείτε ότι η ΚΕΔΚΕ υπολογίζει τους παρακρατημένους υπέρ της Αυτοδιοίκησης πόρους σε 2,6 δισ. ευρώ, ενώ το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε 1,7 δισ. ευρώ. Με βάση όμως τα ίδια τα στοιχεία των κρατικών προϋπολογισμών, από το 1989 που θεσμοθετήθηκαν οι πόροι αυτοί μέχρι και σήμερα, η παρακράτηση ανέρχεται στα 9 δισ. ευρώ!