ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 15 Αυγούστου 2003
Σελ. /24
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
Εγραφε «απλά και τίμια για το λαό»

Πέρασαν 57 χρόνια από την κτηνώδη δολοφονία του κομμουνιστή δημοσιογράφου Κώστα Βιδάλη

Με λέξεις μεστές και απέριττες, μετά από πυρετώδη έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, και, μονάχα για το λαό, απ' τη δική του τη σκοπιά και για τα δικά του τα συμφέροντα. Ετσι δούλευε ο Κώστας Βιδάλης, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε από ληστοσυμμορίτες επειδή τόλμησε να αναζητήσει την «είδηση στην πηγή της», όπως του υπαγόρευε η συνείδησή του. Και δούλευε σκληρά, «χτυπώντας αλύπητα» με την πένα του, σα σφυρί σιδερένιο, καμωμένο από ανεξάντλητη ανθρώπινη θέληση ν' αποκαλυφθεί η αδικία, τους ντόπιους και ξένους δυνάστες του λαού, πριν και μετά την Κατοχή, αλλά και στα χρόνια του εμφυλίου. Δούλεψε για να «θρέψει» τη λαοκρατία, την κυριαρχία ενός λαού που πρόσμενε να θερίσει τις θυσίες των παιδιών του για τη λευτεριά κι ήθελε να οικοδομήσει επιτέλους τη δική του κοινωνία.

Αυτός ήταν ο Βιδάλης

Θρέμμα της εργατιάς ο Κώστας Βιδάλης, γεννήθηκε στα 1904 στην Αθήνα, από πατέρα μαρμαρά και μάνα ράφτρα. Στα 12 χρόνια του, ορφάνεψε από πατέρα και, προσωρινά, παράτησε το σχολείο για να δουλέψει σε περιβόλι, και αργότερα σε καφενείο. Στα 1922 άρχισε να δημοσιογραφεί. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, την «Καθημερινή», την «Πρωία», τα «Χρονικά», το «Νέο Κόσμο» κ.ά., ώσπου το 1924 πήγε στο «Ριζοσπάστη», ως πολιτικός και οικονομικός συντάκτης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Συντακτών, το 1924, και δυναμικός συνδικαλιστής. Οι συντάκτες, ανεξάρτητα από φρονήματα, διέκριναν σ' αυτόν έναν υπερασπιστή των συμφερόντων τους από από τους πιο «δυνατούς». Με τα ρεπορτάζ του, έφτανε το μαχαίρι στο κόκαλο, κι ας το πλήρωνε. Οπως όταν τον εξόρισαν στα Κύθηρα, αφού αποκάλυψε σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον επιχειρηματία της εποχής Μποδοσάκη. Το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. «Λογική συνέχεια της στάσης του και των αγώνων του στο επάγγελμα και στο σωματείο καθώς και του ιδεολογικού του κατασταλάγματος», χαρακτήρισε την πράξη του αυτή. Με την έναρξη της Εθνικής Αντίστασης γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ.

«Σταματούσε μόνο όταν πετύχαινε», έλεγαν οι συνάδελφοί του για τον Βιδάλη. Και δεν έλεγαν ψέματα. Απερίγραπτο είναι το πείσμα με το οποίο συνέβαλε στην παράνομη κυκλοφορία του αριστερού Τύπου στην Κατοχή. Στην έκδοση της «Ελεύθερης Ελλάδας», του «Απελευθερωτή», της «Επιμελητείας του Αντάρτη», στην αναζήτηση τυπογραφικών μηχανημάτων. Στο ξετρύπωμα και στη μεταφορά «σιδερικών» με... καροτσάκια για μωρά, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα, δίπλα ακριβώς στο θάνατο. «Το παιχνίδι με τον κίνδυνο (δηλαδή επί γερμανικής κατοχής με το θάνατο) ήταν για το Βιδάλη κάτι τόσο φυσικό όσο κι ο αέρας που ανέπνεε», σημείωνε ο Κ. Καραγιώργης, διευθυντής τότε του «Ρ».

Δεν τον χώραγε η καρέκλα

«Εμπαινε στο δημοσιογραφικό γραφείο ορμητικός γεμάτος χαρούμενη απορρόφηση από τη δουλιά του, διαχυτικός και πάντα ανικανοποίητος. Επιζητούσε τη συζήτηση. Προσπαθούσε διαρκώς να ολοκληρώσει το ρεπορτάζ του, κάνοντας πολλές φορές επιχειρηματολογική για τούτο αντιδικία με το συνομιλητή του. Εκοβε ξαφνικά τη συζήτηση για ν' αρπάξει το ακουστικό του τηλεφώνου, αναζητώντας με κάθε τρόπο μιαν εξακρίβωση. Αρχιζε να γράφει. Διέκοπτε απότομα το γράψιμο για να πεταχτεί κάπου για μια συμπλήρωση, που την εύρισκε κείνη τη στιγμή απαραίτητη...», θυμόταν ο δημοσιογράφος Ν. Καρβούνης για το συνάδελφό του στο πολιτικό μνημόσυνο που έγινε το Σεπτέμβρη του 1946. «Δεν τον χώραγε η καρέκλα, παρά μόνο όταν ήταν να καταγράψει τα στοιχεία που είχε μαζέψει».

Στον Κ. Βιδάλη πήρε σάρκα και οστά μια πύρινη ζύμωση του δημοσιογράφου με τον κομμουνιστή. Το άσβεστο πάθος για την αλήθεια αντάμωσε με την πίστη στο συλλογικό αγώνα, την πίστη στους ανθρώπους που οργανώνονται και δίνουν ό,τι μπορεί ο καθένας για να αποκτήσουν όλοι αυτά που έχουν ανάγκη. Κι ο Βιδάλης δεν μπόρεσε να κρατηθεί ούτε στιγμή μακριά από κείνη τη θαυμαστή πάλη του λαού. Δύο είναι τα θέματα που ξεχώρισε περισσότερο: το ένα αφορούσε την Κυβέρνηση του Βουνού, για την οποία έλεγε ότι «έκανε τόσα σε 15 μέρες όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν ολόκληρες τετραετίες παλιών Βουλών». Το άλλο, γράφτηκε για την Μάχη της Σοδειάς: δεκάδες σελίδες που με λόγια απλά αποτύπωναν την αγωνιώδη προσπάθεια του θεσσαλικού λαού να γλιτώσει τη σοδειά του από τους Γερμανούς, που τα 'χαν βρει σκούρα (καλοκαίρι 1944) και τη χρειάζονταν. Αν οι Θεσσαλοί αποτύχαιναν, ο ΕΛΑΣ δε θα άντεχε να κρατήσει τον πόλεμο στα βουνά... «Ο κάμπος έχει χρυσώσει από τη μια ως την άλλη μεριά. Τα βαριά, μεστωμένα και πολύτιμα στάχυα έχουν γείρει από το βάρος του ώριμου καρπού...». «Δεν υπάρχει κεφαλοχώρι, χωριό, καλύβα, τσαρδάκι, μέσα στον πλούσιο κάμπο, δεν υπάρχει χωριάτης, που επί ένα ολόκληρο μήνα, να μην ακούει: οι Γερμανοί και οι προδότες θέλουν να μας πάρουν τη σοδειά. Ούτε σπυρί στάρι στον κατακτητή και στους προδότες...». «Ενας οργασμός έχει καταλάβει όλο τον κάμπο. Η δουλιά του θεριστή προχωρεί κανονικά, γρήγορα, όπως τη διέγραψε το γενικό σχέδιο για τη μάχη της σοδειάς. Οι χωριάτες βαλαντωμένοι από το λιοπύρι γύριζαν πίσω στο χωριό και δίνανε στην πλατεία την αναφορά τους, σαν καλοί αποσπασματάρχες...».

Η κτηνώδης δολοφονία

Ανθρωποι σαν τον Βιδάλη, και μέσα σε κείνες τις συνθήκες, δεν ήταν περίεργο να δολοφονηθούν. Η ίδια τους η ύπαρξη ήταν τρομερή απώλεια για τον εχθρό, που λυσσασμένα αποζητούσε το θάνατό του.

Τον Αύγουστο του '46, ο Βιδάλης πήγε στη Θεσσαλία. Ο Καραγιώργης τον εμπόδισε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Η απάντηση του Βιδάλη ήταν τελεσίδικη: «Φεύγω.» Οταν ληστοσυμμορίες (με «εξέχουσα» αυτή του Σούρλα) σκορπούσαν τρόμο και αίμα στους χωρικούς, έκαιγαν, βίαζαν, εκτελούσαν με την ανοχή της κυβέρνησης, που δήλωνε... άγνοια, δεν ήταν «τίμιο», όπως φώναζε, να μη βρεθεί εκεί. Στις 11 του μηνός έφυγε. Στις 13 ταξίδευε από Λάρισα για Βόλο. Ηταν η μέρα που ο «Ρ» πήρε το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω να 'μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε». Στον Πλατύκαμπο, σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στο τρένο και, μπροστά σε αξιωματικούς του εθνικού στρατού, απαγάγουν τον Βιδάλη. Ακόμα και στο μικρό καφενείο του χωριού Μελία όπου τον οδηγούν, εκείνος κάνει ρεπορτάζ, μιλώντας με χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά.

Λίγες ώρες μετά, ο Βιδάλης οδηγείται στο νεκροταφείο, κι εκεί, οι συμμορίτες του Σούρλα, με πρωτεργάτη τον Τζορτζ (τον διαβόητο Αγγλοκύπριο αξιωματικό) τον βασανίζουν. Χτυπούν με ρόπαλα το γυμνό κορμί του Βιδάλη, με μαχαίρια. Κι όταν, ένας από τους βασανιστές του, τον ρωτά ειρωνικά τι θα του δώσει για όσα έκανε, ο Βιδάλης, έβγαλε από την τσέπη του ένα τελευταίο πενηνταράκι... Με πέντε σφαίρες τον αποτέλειωσαν, και πέταξαν το σώμα του σ' ένα χωράφι, πιστεύοντας ότι ο Βιδάλης τέλειωσε. Πόσο ηλίθιοι ήταν...

Γροθιά από μελάνι που δε σβήνει

Μένει ακόμα βαρύ το τίμημα που θα πληρώσει ο λαός ως την ώρα του λυτρωμού απ' τους δυνάστες του, μυριάδες τα είδη της θυσίας. Οπως εκείνη του Κώστα του Βιδάλη, που δε βούλιαξε την πένα του ούτε στην «ουδετερότητα», ούτε στην «αντικειμενικότητα», αλλά την έταξε, σωστό πολυβόλο, στον τίμιο αγώνα για τη λαοκρατία.

Αν ζούσε σήμερα, θ' αντάμωνε τους ναυτεργάτες πίσω απ' την μπουκαπόρτα, τους αγρότες την ώρα του θερισμού, τους οικοδόμους πάνω στη σκαλωσιά. Θα κρατούσε σημειώσεις για το λιγοστό μεροκάματο, τις συντάξεις - κοροϊδία, τα βιβλία και τα φάρμακα που τείνουν να γίνουν είδος πολυτελείας...

«Πρέπει να μάθουμε», έλεγε. Κι είναι η φράση του όρκος που πρέπει να δίνουν ευλαβικά οι γραφιάδες στη μνήμη του. Γιατί τις μεγάλες αλήθειες οι αφεντάδες του κόσμου τις κρύβουν. Αναπαύσου λοιπόν, σύντροφε. Και να θυμάσαι πως η πνοή που σου 'κλεψαν πριν 57 χρόνια στη Μελία, σπαρταρά ατόφια σε εκατομμύρια θεριεμένες φωνές ανθρώπων, εκείνων που υψώνουν τη γροθιά τους ενάντια στην εξαθλίωση, στην εκμετάλλευση, στον πόλεμο, ενώ δίπλα, ο καπιταλισμός σαπίζει αργά, μα σταθερά...


Αναστασία ΜΟΣΧΟΒΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ