Ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ και «ανησυχίες» των ΗΠΑ για μείωση των πωλήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά
Η στροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε πολεμική είναι στοιχείο της προετοιμασίας για μια γενικευμένη ανάφλεξη.
Αποτυπώνει ταυτόχρονα την προσπάθεια των ευρωπαϊκών μονοπωλίων να κλωτσήσουν λίγο πιο μακριά το τενεκεδάκι μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης, επενδύοντας θηριώδη κεφάλαια για πολεμικούς σκοπούς, καθώς όπως φαίνεται η «πράσινη μετάβαση» δεν είχε την αναμενόμενη απόδοση και το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης παραμένει και οξύνεται.
Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός για περαιτέρω ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας στην ΕΕ και για στενότερη «αμυντική» συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων και κρατών - μελών προκαλεί νέο γύρο ανταγωνισμών, ενώ οξύνει και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Μια «πρόγευση» πήραμε στη συζήτηση για τις πηγές χρηματοδότησης της πολεμικής οικονομίας, η οποία - σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές εκθέσεις Ντράγκι και Νιινίστο - θα απαιτήσει στο εξής πάνω από 800 δισ. τον χρόνο!
Θυμίζουμε ότι η ΕΕ έχει ήδη προχωρήσει σε ανακατανομή κονδυλίων του τρέχοντος προϋπολογισμού της προς την πολεμική βιομηχανία, αποδεσμεύοντας άλλα 392 δισ. ευρώ, με στόχο τα ποσά αυτά να γίνουν διπλάσια και ακόμα παραπάνω στον επόμενο πολυετή προϋπολογισμό.
Η EDIS αποσκοπεί στην επίτευξη «ετοιμότητας της ΕΕ μέσω μιας ευέλικτης και ανθεκτικής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας». Οπως έχει δηλώσει τον Ιούλη η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «τώρα είναι η ώρα να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση (...) γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι ότι οι δαπάνες μας για την Αμυνα είναι πολύ χαμηλές και αναποτελεσματικές. Επομένως, πρέπει να δημιουργήσουμε μια ενιαία αγορά για την Αμυνα».
Με την ΕΚΤ να προειδοποιεί για τον κίνδυνο μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης - οι ανησυχίες της αποτυπώνονται ήδη στη διόγκωση των κρατικών χρεών - η εξίσωση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τις αστικές τάξεις των κρατών - μελών, και νέα αγκάθια φυτρώνουν στις σχέσεις τους με την αμερικανική.
Ετσι, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος γίνεται καταλύτης αλλαγών που είναι δύσκολο να προβλεφθούν, ακόμα και σε όσα μέχρι σήμερα θεωρούνταν δύσκολο να αλλάξουν...
Πώς βλέπουν οι ΗΠΑ, ο βασικότερος μέχρι σήμερα προμηθευτής όπλων της ΕΕ, τα σχέδια για μεγαλύτερη «αυτονομία» των Ευρωπαίων «συμμάχων» τους στην κατασκευή και προμήθεια οπλικών συστημάτων;
Αποκαλυπτική γι' αυτό είναι η ανάλυση του «Brugel», μίας από τις πιο επιδραστικές «δεξαμενές σκέψης», με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Στρατηγική Αμυνας: Σημαντική, αλλά εγείρει πολλά ερωτήματα», που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτη και καταπιάνεται με αυτό ακριβώς το ζήτημα.
«Οι συντάκτες της EDIS πρέπει να ανησυχούν για μια μετατόπιση της θέσης των ΗΠΑ στην παγκόσμια προμήθεια όπλων. Οι ΗΠΑ είναι σήμερα με μεγάλη διαφορά ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων. Οι ευρωπαϊκές χώρες αγοράζουν σημαντικές ποσότητες του στρατιωτικού τους υλικού από Αμερικανούς παραγωγούς. Αντίθετα οι ΗΠΑ εισάγουν σχετικά λίγο στρατιωτικό υλικό - εξάγουν περίπου 20 φορές περισσότερο από ό,τι εισάγουν», αναφέρει η έκθεση και προσθέτει:
«Δεν είναι σαφές γιατί ένας Πρόεδρος των ΗΠΑ θα ήθελε να πουλήσει λιγότερα όπλα στην Ευρώπη. Σίγουρα ένας Πρόεδρος όπως ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ θα δει τις παραδόσεις όπλων σε Ευρωπαίους πελάτες ως ένα σημαντικό σημείο ενίσχυσης της σχέσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το EDIS ενδέχεται να κάνει τις διατλαντικές σχέσεις πιο δύσκολες. Το πραγματικό στρατηγικό δίλημμα θα αφορά την ενίσχυση των εγχώριων δυνατοτήτων έναντι της αγοράς αμερικανικών προϊόντων για τη διαχείριση μιας επιδεινούμενης διατλαντικής σχέσης».
Στη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του, ο Ντ. Τραμπ είχε συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους ομολόγους του να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και να αγοράσουν περισσότερα όπλα και πυρομαχικά από τις ΗΠΑ.
Οι εξαγωγές αμερικανικού στρατιωτικού υλικού το 2018, στην αρχή της προηγούμενης θητείας του, είχαν ανέλθει σε 55,66 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 33% σε σύγκριση με τα σχεδόν 42 δισ. δολάρια σε όπλα που πωλήθηκαν το 2017. Η χρονιά εκείνη έσπασε το ρεκόρ ετήσιων εξαγωγών στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ από το 2012.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε παρουσιάσει το σχέδιο «Buy American» («Αγοράστε αμερικανικά») για την άρση των νομικών περιορισμών στις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού. «Αυτές οι αλλαγές πολιτικής προάγουν την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, διότι καθιστούν τις Στρατιωτικές Πωλήσεις Εξωτερικού πιο ελκυστικές σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά», είχε δηλώσει τότε ο διευθυντής της Υπηρεσίας Συνεργασίας για την Αμυνα και την Ασφάλεια του Αμερικανικού Πενταγώνου.
Και πρόσθετε: «Οι ΗΠΑ όχι μόνο πωλούν τα πιο σύγχρονα αμυντικά συστήματα στον κόσμο, αλλά ενισχύουμε επίσης τις συμμαχίες μας και προσελκύουμε νέους εταίρους μέσω της διαρκούς στρατηγικής και αμυντικής εταιρικής σχέσης».
Επίσης το 2018, η κυβέρνηση Τραμπ είχε δημοσιεύσει μια οδηγία η οποία ζητούσε από το Πεντάγωνο και τους διπλωμάτες των ΗΠΑ να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στις συμβατικές πωλήσεις όπλων στο εξωτερικό.
Ετσι, το 2019, όταν η ΕΕ διευθετούσε τις λεπτομέρειες των προτεινόμενων σχεδίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας και της PESCO, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την έντονη αντίθεσή τους. Περιέγραψαν μάλιστα ως «δηλητηριώδη» τη γλώσσα στα σχετικά έγγραφα της ΕΕ και απείλησαν με κυρώσεις τις ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες που χρησιμοποιούν αμερικανική τεχνολογία, θέλοντας να περιφρουρήσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων τους.
Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν επίσης ανησυχίες ότι πιθανή μείωση των εξαγωγών οπλικών συστημάτων προς την ΕΕ θα έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, και ενδεχομένως θα οδηγήσει στη μείωση της επιρροής των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα δήλωσε μόλις τον Οκτώβρη η απερχόμενη πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, Τζουλιάν Σμιθ. Σε συνέντευξή της στο «Politico» είπε ότι η Ουάσιγκτον έχει «ανησυχίες» σχετικά με τις κινήσεις της ΕΕ να δώσει προτεραιότητα στην αγορά ευρωπαϊκών όπλων, λέγοντας ότι η στρατηγική αυτή συχνά δεν θα προσφέρει τον φτηνότερο ή ταχύτερο τρόπο για την παροχή όπλων στην Ουκρανία «και σε άλλα κράτη που έχουν ανάγκη».
«Ολα αυτά είναι αρκετά συναρπαστικά και ενθαρρυντικά, καθώς η ΕΕ ετοιμάζεται να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους όσον αφορά την άμυνα και την ασφάλεια», συνέχισε η Σμιθ, για να προσθέσει: «Εχουν ανησυχίες οι ΗΠΑ σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους εξελίσσονται ορισμένες από αυτές τις πρωτοβουλίες; Σίγουρα».
Και έθεσε το ερώτημα: «Δεδομένων των αναγκών και της αποφασιστικότητας των χωρών να αποκτήσουν τις καλύτερες δυνατότητες και στην καλύτερη τιμή, δεν θα θέλατε να επιτρέψετε στις χώρες να αναζητήσουν οπουδήποτε μπορούν να βρουν τα μέσα που χρειάζονται, στο χρονοδιάγραμμα που τα χρειάζονται;». «Και μερικές φορές αυτό σας οδηγεί σε χώρες που βρίσκονται εκτός της ΕΕ», συμπλήρωσε, δείχνοντας φυσικά προς τις ΗΠΑ.
Για να καταλήξει: «Εκτιμώ ποια είναι η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη άποψή τους, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι ο περιορισμός των αγορών στην ΕΕ θα προσφέρει πραγματική βοήθεια στο συντομότερο χρονοδιάγραμμα, είτε στους φίλους μας στην Ουκρανία είτε στις χώρες σε όλη τη συμμαχία που έχουν πραγματικά οξείες ελλείψεις»...
Είναι φανερό ότι ένας νέος γύρος ανταγωνισμών και συγκρούσεων βρίσκεται προ των πυλών ανάμεσα στους δύο πόλους του ευρωατλαντικού άξονα και στο εσωτερικό της ΕΕ, με πρόσθετο επίδικο την «πίτα» των εκατοντάδων δισ. που τα επόμενα χρόνια θα τροφοδοτήσουν την πολεμική της οικονομία.