Τα σχετικά «ευχαριστήρια» από την κυβέρνηση και τους βιομηχάνους τα έχει εισπράξει πολλές φορές η ΓΣΕΕ την τριετία που πέρασε από το 29ο Συνέδριό της. Εκείνο όμως που επιβεβαιώνει την πορεία της είναι το ίδιο το αποτέλεσμα της δράσης της: Δυο αντεργατικοί νόμοι με σημαντικές ανατροπές για τα εργασιακά δικαιώματα, ένας σημαντικός αντιασφαλιστικός νόμος (το «μίνι» ασφαλιστικό) και δυο Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις, υποταγμένες στην κυβερνητική εισοδηματική πολιτική λιτότητας και στην επίτευξη της ΟΝΕ, είναι ορισμένοι βασικοί σταθμοί της περασμένης τριετίας που, για να γίνουν πράξη, η ΓΣΕΕ... έκανε ό,τι μπορούσε!
Στον απολογισμό δράσης μπροστά στο επερχόμενο συνέδριο, οι συντάκτες του δε διστάζουν να παραδεχτούν ότι στήριξαν την «εθνική επιλογή» της ΟΝΕ. Στην ημερίδα που διοργάνωσε ο ΣΕΒ τη βδομάδα που πέρασε, με θέμα την απασχόληση, στην οποία και ξεδίπλωσε το σύνολο των προκλητικών αξιώσεών του, για την «απελευθέρωση» των πάντων, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλος, είχε μια ακόμη ευκαιρία να δώσει «εξετάσεις», λέγοντας ότι θα δοθεί «ο καλύτερος εαυτός μας» για την επιτυχία του «κοινωνικού διαλόγου». Αυτού του «διαλόγου», τον οποίο επέλεξε η κυβέρνηση - στη βάση των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης - σαν την καλύτερη μέθοδο προώθησης των πιο σκληρών μέτρων που έχει λάβει ενάντια στα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Του «διαλόγου» που σαν κύριο συστατικό του έχει τη συνεργασία των «κοινωνικών εταίρων», την ταξική συνεργασία και εν τέλει την ταξική υποταγή.
Το 1998 η κυβέρνηση ψηφίζει το νόμο 2639, ο οποίος προβλέπει για πρώτη φορά τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», επιφέροντας πλήγμα στο 8ωρο, ενισχύοντας τη μερική απασχόληση, προωθώντας την «ελαστικοποίηση» στις εργασιακές σχέσεις.
Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, οι ηγεσίες των τριών παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΑΠ, έσυραν τη Συνομοσπονδία στον «κοινωνικό διάλογο» που εξάγγειλε η κυβέρνηση. Ηταν, μάλιστα, και η «πρώτη» αυτής της στημένης διαδικασίας, την οποία συνέχισαν να τη στηρίζουν ακόμη και κατά τη διάρκειά της, όταν φάνηκε καθαρά το προειλημμένο των κυβερνητικών αποφάσεων. Η πλειοψηφία αρνήθηκε σθεναρά να προκηρύξει αγωνιστικές κινητοποιήσεις και επί μήνες συμμετείχε στο «διάλογο», βοηθώντας στη ζύμωση των αντεργατικών μέτρων στην κοινή γνώμη και πολύ περισσότερο, ενισχύοντας την ψευδή εντύπωση ότι τα τελικά μέτρα αποτελούν προϊόν βασανιστικής συζήτησης. Χαρακτηριστικό στοιχείο και αυτής της περιόδου ήταν ότι οι «εκπρόσωποι των εργαζομένων» συνδιαλέχτηκαν με την κυβέρνηση και το κεφάλαιο, με τους όρους που το ίδιο το κεφάλαιο έχει θέσει, την «παραγωγικότητα», την «ανάπτυξη» και την «ανταγωνιστικότητα».
Στον τελευταίο αντεργατικό νόμο επαναλήφθηκε περίπου το ίδιο σκηνικό όπως το 1997. Η ΓΣΕΕ συμμετείχε στο «διάλογο», προσπαθώντας στα λόγια να δείξει ότι διαπραγματεύεται για το τι θα περάσει. Κάποια στιγμή η διαδικασία είχε εκφυλιστεί, ωστόσο συνεχιζόταν και στο μεταξύ η αδράνεια είχε επιβληθεί για άλλη μια φορά στους εργαζόμενους.
Η δύναμη που ανέλαβε ξανά να οργανώσει με τις δυνάμεις που διέθετε τους εργαζόμενους, ήταν το ΠΑΜΕ. Ηταν αυτό που πραγματοποίησε την πρώτη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στα κυβερνητικά σχέδια, έξω από το υπουργείο Εργασίας, όταν τον Ιούλη του 2000 η Κυβερνητική Επιτροπή ανακοίνωσε τις πρώτες θέσεις της. Ηταν το ΠΑΜΕ που εντόπισε τις συνέπειες αυτών των προτάσεων για τους εργαζόμενους και που προσπάθησε να τους ενημερώσει. Αμεσα προχώρησε σε συγκροτημένη πρόταση στα όργανα της ΓΣΕΕ και κάθε σωματείου που είχε πρόσβαση για αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Διοργάνωσε πάμπολλες συγκεντρώσεις και πίεσε τη διοίκηση της ΓΣΕΕ για κινητοποιήσεις.
Την ίδια στιγμή, οι παρατάξεις της υποταγής συνέτασσαν ανακοινώσεις και περίμεναν να νομοθετήσει η κυβέρνηση, εξαντλώντας την πολεμική τους ενάντια στο ΠΑΜΕ! Ενας δεύτερος αντεργατικός νόμος είχε περάσει
Καθώς ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος» συνεχιζόταν το 1997, η κυβέρνηση αποφάσισε να αρχίσει και ένα δεύτερο γύρο, προωθώντας με αυτό τον τρόπο τις αλλαγές που βαφτίστηκαν «μίνι» ασφαλιστικό. Με το νόμο που προέκυψε έγιναν σημαντικές επεμβάσεις στα ζητήματα της μεταφοράς των αποθεματικών των Ταμείων στον τζόγο του χρηματιστηρίου, έγιναν πολλές ενοποιήσεις Ταμείων χωρίς να εξασφαλιστεί η βελτίωση των παροχών τους, αυστηροποιήθηκαν οι όροι καταβολής της σύνταξης χηρείας, και πολλά ακόμη.
Αυτή τη φορά η κυβέρνηση επέλεξε έναν άλλο τύπο «διαλόγου», μέσα από επιτροπές τεχνοκρατών, εκπροσώπων των «κοινωνικών εταίρων». Οι συζητήσεις έγιναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ απείχαν οι μεγαλύτερες Ομοσπονδίες Συνταξιούχων. Οι υποταγμένες ηγεσίες των τριών γνωστών παρατάξεων της διοίκησης της ΓΣΕΕ, αποδέχτηκαν και το νέο αυτό νόμο, απεμπολώντας εξαρχής το αίτημα για κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ.
Δύο Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) έχει στο ενεργητικό της η απερχόμενη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Η πρώτη έκλεισε λίγο μετά το 29ο Συνέδριο το 1998 και η δεύτερη πρόσφατα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις που εξάγγειλε η ΓΣΕΕ περιορίστηκαν στις γνωστές «ντουφεκιές». Για άλλη μια φορά η πλειοψηφία προσπάθησε να καλλιεργήσει κλίμα αναποτελεσματικότητας και «χαμένων αγώνων». Απέναντι στις συγκεκριμένες προτάσεις των ταξικών δυνάμεων για τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων, αντιπαράθεσε γενικόλογα αιτήματα που θα της επέτρεπαν να θριαμβολογήσει ακόμη και με το μικρότερο αποτέλεσμα, όπως και έγινε. Με ευθύνη της πλειοψηφίας οι διαπραγματεύσεις εκφυλίστηκαν σε «κοινωνικό διάλογο», με αντικείμενο πόσα λιγότερα θα πάρουν οι εργαζόμενοι.
Για την πρώτη σύμβαση πρόταση των ταξικών δυνάμεων ήταν κατώτερο μεροκάματο 8.000 δρχ. και κατώτερος μισθός 200.000 δρχ. Για τη δεύτερη, πιο πρόσφατη σύμβαση, οι ταξικές δυνάμεις πρότειναν κατώτερο μεροκάματο 10.000 δρχ., κατώτερο μισθό 250.000 δρχ. και κατώτερη σύνταξη ίση με το 80% του μεροκάματου, δηλαδή 200.000 δρχ.
Βεβαίως, οι προτάσεις αυτές δεν περιορίζονταν μόνο στο ύψος των αυξήσεων, αλλά έβλεπαν συνολικά τα ζητήματα στήριξης των ανέργων, της φορολογικής μεταρρύθμισης, της διεκδίκησης κοινωνικών δικαιωμάτων κ.ά.
Και στις δύο περιπτώσεις, η κατάληξη ήταν αυξήσεις τέτοιες που γρήγορα εξανεμίστηκαν από την ακρίβεια. Στην τελευταία ΕΓΣΣΕ, ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας και επικεφαλής της ΠΑΣΚΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλος, ήταν ιδιαίτερα κυνικός, όταν υπό το βάρος της δήλωσης των βιομηχάνων πως οι αυξήσεις υπηρετούν τη «διατηρησιμότητα» της ΟΝΕ, τις χαρακτήρισε κάτι παραπάνω από καλές. Για μια ακόμη φορά, η «γλώσσα» που μίλησαν οι εκπρόσωποι αυτών των παρατάξεων, ήταν η ίδια με των εργοδοτών και της κυβέρνησης. «Ανταγωνιστικότητα», «ανάπτυξη», «παραγωγικότητα», «παγκοσμιοποίηση» και βεβαίως «διατηρησιμότητα». Εννοιες που στόχο έχουν να δικαιολογήσουν μέτρα που παίρνουν από τους πολλούς και δίνουν στους λίγους.
Μια ανάγκη που -όπως εξηγεί ο συνδικαλιστής- γεννήθηκε από τη σφοδρότητα της κυβερνητικής επίθεσης, αλλά και την τακτική και στρατηγική των ηγετικών ομάδων σε ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ. Γιατί είναι μια πολιτική που, εξυπηρετώντας τις εντολές του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών, σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, αφαιρεί καθημερινά, βασικά τους δικαιώματα και κατακτήσεις. Κεντρικός και μακροπρόθεσμος στόχος αυτής της πολιτικής, είναι να γίνει ακόμα πιο φτηνή η εργατική δύναμη, αλλά και εκ των προτέρων να χειραγωγηθεί κάθε δυνατότητα αντίδρασης των εργαζομένων.
Οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αποτελούν το «δούρειο ίππο» μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, για το πέρασμα αυτής της πολιτικής. Και αυτή η υπονομευτική πολιτική δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Η παρουσία του ΠΑΜΕ, οι θέσεις του, μα προπαντός η δράση του, στάθηκαν εμπόδιο στον καταστροφικό τους ρόλο. Και ακόμα περισσότερο, το «Μέτωπο» ξαναζωντάνεψε τις αρχές, τις αξίες και τις αγωνιστικές παραδόσεις του κινήματός μας.
Κάνοντας μια αποτίμηση του ρόλου του ΠΑΜΕ, αυτά τα δυο χρόνια, ο Δ.Κουμπούρης σημειώνει την αποφασιστική συνεισφορά του στη συγκρότηση του ταξικού ρεύματος μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, βοηθώντας στον απεγκλωβισμό σημαντικού αριθμού εργαζομένων από τη λογική της υποταγής και του συμβιβασμού που καλλιεργούν οι ηγεσίες των κορυφαίων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οξυνε και βάθυνε την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο γραμμές, που αντικειμενικά υπάρχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα και προσανατόλισε τους αγώνες των εργαζομένων σε ταξική κατεύθυνση.
Βοήθησε στην ταξική ενότητα της εργατικής τάξης, στην οργάνωση των αγώνων της και στις συμμαχίες της, με τα άλλα λαϊκά στρώματα, για την απόκρουση και την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Πρωτοστάτησε στην κοινή δράση με άλλες δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος για την υπεράσπιση δικαιωμάτων και κατακτήσεων της εργατικής τάξης.
Σε αυτή την πλούσια δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι αγώνες που έδωσαν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, για να μην περάσει το πρόσφατο αντεργατικό νομοσχέδιο. Η πάλη για υπογραφή ικανοποιητικών συλλογικών συμβάσεων, οι πρωτότυπες μορφές διαμαρτυρίας για την τιμή των καυσίμων με την κατάληψη του υπουργείου Εμπορίου και των γραφείων του ΙΚΑ για τ' αποθεματικά των Ταμείων. Η ισχυρή παρουσία στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις, αλλά και τα μεγάλα συλλαλητήρια στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Στο βρώμικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας τα μέλη και τα στελέχη του ΠΑΜΕ ήταν παρόντες όχι μόνο στα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, αλλά και στις «αλυσίδες» του Δούναβη, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη τους.
Απαντώντας στους ισχυρισμούς που πλασάρονται ότι το ΠΑΜΕ λειτουργεί σαν μια αντι-ΓΣΕΕ ο Δ.Κουμπούρης ξεκαθαρίζει: Το ΠΑΜΕ δεν είναι παράταξη, ούτε μια αντι-ΓΣΕΕ, αυτό είναι γνωστό. Αυτές είναι ανυπόστατες κατηγορίες και το άλλοθι των συμβιβασμένων ηγεσιών και λέγονται για ευνόητους λόγους. Το ΠΑΜΕ είναι ο ταξικός πόλος συσπείρωσης σε πανελλαδικό επίπεδο και συμμετέχουν σ' αυτό συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνδικαλιστές, επιτροπές αγώνα, συντονιστικά σωματείων με ταξικό προσανατολισμό. Και αυτό είναι που πραγματικά «πονάει» την ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ. Γιατί γνωρίζει καλά ότι πολλοί είναι οι εργαζόμενοι που βλέπουν στο ΠΑΜΕ την ελπίδα. Ξέρουν πολύ καλά ότι ενισχύεται και καθημερινά η επιρροή του δυναμώνει και διευρύνεται.
Οσον αφορά στο επικείμενο συνέδριο της ΓΣΕΕ, τα στελέχη του ΠΑΜΕ, θα προβάλλουν και πάλι με συνέπεια και σαφήνεια τις θέσεις τους. Στη γραμμή της υποταγής θ' αντιπαραθέσουν τη γραμμή του αγώνα, στην κατεύθυνση της «νομιμοφροσύνης» στην ΟΝΕ θα προβάλουν την ανάγκη για πλατιά συσπείρωση και ταξικό προσανατολισμό των συνδικάτων. Θ' αποκαλύψουν παραπέρα στην εργατική τάξη, το ρόλο της ηγεσίας της ΓΣΕΕ στην κατεύθυνση υποταγής του συνδικαλιστικού κινήματος στις επιταγές της κυβέρνησης και των κεφαλαιοκρατών, αλλά και ότι έχει αναλάβει εργολαβικά να είναι ο κυματοθραύστης των αγώνων της εργατικής τάξης. Παράλληλα, θα δώσουν τη μάχη, έτσι ώστε οι ταξικές δυνάμεις να βγουν πιο ενισχυμένες σε ψήφους και έδρες.
Πρόσκληση σε όλους χωρίς εξαίρεση τους εκλεγμένους αντιπροσώπους για το 30ό Συνέδριο της ΓΣΕΕ απευθύνει η Γραμματεία του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου, για μια ανοιχτή συζήτηση που διοργανώνει την Τετάρτη 7 του Μάρτη, στις 6 το απόγευμα. Θέμα: «Η κατάσταση στη ΓΣΕΕ, οι εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα και η αναγκαιότητα ενίσχυσης της ταξικής προοπτικής στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα». Η συζήτηση θα γίνει στην αίθουσα του Συνδικάτου Οικοδόμων στην πλατεία Κάνιγγος, Βερανζέρου 1, στο δεύτερο όροφο.