ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Απρίλη 1996
Σελ. /56
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κρίση στρατηγικής και όχι προσώπων

Μία πρωτόγνωρη γι' αυτόν κατάσταση αντιμετώπισε προχτές στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ο αρχηγός της ΝΔ. Ο Μ. Εβερτ "αγνάντευε" επί οκτώ περίπου ώρες βασικά στελέχη του κόμματος να διαφοροποιούνται από την τακτική του και να εκφράζουν άλλοι ανοιχτά και άλλοι συγκεκαλυμμένα αυτό που σε πολλούς είναι κοινός τόπος, ότι δηλαδή το "κόμμα δεν τραβάει".

Οι βουλευτές, που εκ των πραγμάτων είναι πιο κοντά στη λαϊκή βάση της παράταξης και φυσικά ενδιαφέρονται για την επανεκλογή τους, μετέφεραν αυτό το κλίμα, ζητώντας όμως, άλλος λίγο και άλλος πολύ, διορθωτικές κινήσεις στην πορεία του κόμματος, που έφταναν μέχρι και την ψυχολογική προετοιμασία για μία ενδεχόμενη - αλλά αρκετά δύσκολη - αλλαγή στην ηγεσία της ΝΔ.

Η διαπίστωση για την ανεπάρκεια της ηγεσίας του κόμματος, με πρώτο και καλύτερο τον Μ. Εβερτ, για τον οποίο αμφιβάλλουν ακόμα και τα κέντρα που τον επέβαλλαν στην αρχηγία της ΝΔ, έχει φυσικά την αξία της, αλλά δεν μπορεί να δώσει μία ολοκληρωμένη εικόνα για τη σημερινή κρίση της ΝΔ.

Η πραγματικότητα είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εγκλωβισμένο σε ένα αδιέξοδο, που δεν έχει να κάνει τόσο με τα όποια πρόσωπα βρίσκονται στην ηγεσία, αλλά κυρίως με το ότι η ΝΔ παρουσιάζει εγγενή αδυναμία να αρθρώσει ουσιαστικό αντιπολιτευτικό λόγο.

Δεδομένης της συμφωνίας της με τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης, όπως αυτές εκφράζονται με το "μονόδρομο της ευρωπαϊκής πορείας" του Μάαστριχτ και του προγράμματος "σύγκλισης", περιορίζεται εκ των πραγμάτων η εμβέλεια του αντιπολιτευτικού λόγου της ΝΔ. Η αποχώρηση του Α. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία στέρησε από την ηγεσία της ΝΔ το μοναδικό ίσως στοιχείο αντιπολίτευσης που εστιαζόταν στην κατηγορία του "ανύπαρκτου και άρρωστου πρωθυπουργού".

Αυτονόητες αλήθειες

Με την εκλογή του Κ. Σημίτη, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρέθηκε κατάματα με μία πολιτική πραγματικότητα που του άφηνε λίγα περιθώρια παρέμβασης. Ασχετα από τα προσωπικά κίνητρα της κριτικής του, πολύ εύγλωττα περιέγραψε αυτήν την πραγματικότητα ο Σωτ. Κούβελας στην ομιλία του στην προχθεσινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Συγκεκριμένα είπε - και αποτελούν αυτονόητες αλήθειες - ότι "οι αντίπαλοί μας λεηλατούν τις θέσεις της παράταξης" και ότι η ΝΔ χαρίζει το "φιλελεύθερο δημοκρατικό δρόμο στους αντιπάλους της". Διαπίστωσε δε ότι η ΝΔ "λεηλατείται στην πράξη από τον Κ. Σημίτη".

Αυτές οι θέσεις σίγουρα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από την αντίστοιχη κριτική ότι φταίει απλώς η - ούτως ή άλλως - ανεπαρκής ηγεσία.

Οταν ο Κ. Σημίτης με την εκλογή του διακήρυσσε ότι "ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός" είναι μονόδρομος, το μόνο που βρήκε να αντιτάξει πανικόβλητη η ΝΔ ήταν ότι "αυτά τα είπαμε πρώτοι εμείς".

Οταν βγαίνει ο υπουργός Οικονομικών και δηλώνει ότι το πρόγραμμα "σύγκλισης", που επιτάσσει η Συμφωνία του Μάαστριχτ και καταδικάζει σε οικονομικό μαρασμό τους εργαζόμενους, είναι το "οικονομικό Σύνταγμα της χώρας", από το οποίο δεν μπορεί η Ελλάδα να παρεκκλίνει, το μόνο που μπορεί να δηλώσει και το δηλώνει άλλωστε η ΝΔ είναι απλώς ότι και αυτήν συμφωνεί με το Μάαστριχτ.

Με βάση τα παραπάνω δεν πρέπει να ακούγεται καθόλου περίεργα η δήλωση που την προηγούμενη βδομάδα έκανε ο Μ. Εβερτ στους εργαζόμενους, καλώντας τους να αναστείλουν τις κινητοποιήσεις τους ενόψει του Πάσχα. Είναι το φυσικό επακόλουθο της επί της ουσίας συμφωνίας του με την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Αυτά τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην αντιπολίτευση και τη συμπολίτευση είναι φυσικό να έχουν επακόλουθο τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνει το κόμμα, ακόμα και στις "κατά παραγγελία" δημοσκοπήσεις.

Δεν πρέπει από την άλλη να υποτιμούνται και οι πιέσεις που ασκούν διάφορα κέντρα του εξωτερικού για υιοθέτηση χαμηλών τόνων στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Οι πιέσεις αυτές είναι προφανώς έντονες και γι' αυτό ο Μ. Εβερτ αναγκάστηκε αρκετές φορές να δημοσιοποιήσει την ύπαρξή τους, θέλοντας - ανεπιτυχώς βέβαια - να αποδείξει ότι δεν τις ακολουθεί.

Μπροστά σε αυτήν τη διόλου ειδυλλιακή για τη ΝΔ πραγματικότητα, τα ηγετικά στελέχη της παράταξης προσπαθούν να χαράξουν την τακτική τους από την οποία δεν απουσιάζει - το αντίθετο μάλιστα - ο υπολογισμός της προσωπικής επιβίωσης.

Αλλα στελέχη προσδοκούν σε μία άλλη καλύτερη ηγεσία, η οποία όμως έτσι και αλλιώς θα είναι εξίσου βραχυκυκλωμένη σε μία συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και άλλα προσδοκούν να παίξουν ρόλο σε ένα νέο αναδιαταγμένο πολιτικό σκηνικό. Στη δεύτερη κατηγορία εξόφθαλμα πλέον ανήκει ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης,ο οποίος συνεχώς αποστασιοποιείται από τη ΝΔ, καλλιεργώντας την εικόνα ενός "εθνικού ηγέτη" που φιλοδοξεί, περιμένοντας και τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, να ηγηθεί "των υγιών δυνάμεων του τόπου".

Η ανικανότητα όμως της ΝΔ δεν είναι ανικανότητα απλώς και μόνο της ηγεσίας της. Είναι ανικανότητα να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση, γιατί δε διαθέτει ουσιαστικά διαφορετικές θέσεις από αυτές της κυβέρνησης. Είναι κρίση δομική, η οποία θα ανακυκλώνεται συνεχώς.

Γιάννης ΦΩΤΟΥΛΑΣ


ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Τυφλή πτήση στην Ουάσιγκτον

Το ταξίδι του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στην Ουάσιγκτον, που ξεκινά σήμερα και οι επαφές που θα έχει με την αμερικανική κυβέρνηση, πιθανότατα να αποτελέσουν αφετηρία εξελίξεων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλωστε η επίσκεψη αυτή πραγματοποιείται με αφορμή την ελληνοτουρκική κρίση στην Ιμια, όπου για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Ουάσιγκτον.

Οι προοπτικές της επικείμενης ελληνοαμερικανικής συνάντησης κορυφής δεν είναι ελπιδοφόρες για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς είναι σαφές πως η ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Την ίδια στιγμή, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Αγκυρα εμφανίζονται με σαφείς θέσεις και απολύτως ξεκαθαρισμένους στόχους.

Από το καλοκαίρι του 1992, στο Γκιμαράες της Πορτογαλίας η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε το πρώτο βήμα - στροφή της πολιτικής της απέναντι στην Αγκυρα. Ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δέχτηκε τη βρετανική πρόταση για την προώθηση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων, η οποία οδήγησε στην Τελωνειακή Σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ το Μάρτη του 1995. Η ελληνική διπλωματία, τότε, προκειμένου να συνεχίσει τον μάταιο αγώνα στην υπόθεση των Σκοπίων, πραγματοποίησε μια σημαντική υποχώρηση στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υπονομεύοντας ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα που είχε στη διάθεσή της μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Η ολοκλήρωση της ελληνικής στροφής πραγματοποιήθηκε πριν ένα χρόνο με την πραγματοποίηση του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ - Τουρκίας.

Παρά την επίδειξη της ελληνικής καλής θέλησης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να ακροβατούν μεταξύ έντασης και κρίσης. Τα γεγονότα του περασμένου Γενάρη στην Ιμια απέδειξαν πρώτα και κύρια την απουσία πολιτικής της χώρας απέναντι στην Τουρκία. Απέδειξαν και κάτι ακόμη, πολύ επικίνδυνο. Οτι η ελληνική πολιτική απέναντι στην Τουρκία διαμορφώνεται στη βάση συγκυριακών αναγκών και των έξωθεν πιέσεων και παρεμβάσεων.

Ετσι λοιπόν, μέσα σε μια νύχτα, της 30ής του Γενάρη συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε την πολιτική της αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού και υιοθετεί μια πολιτική κατευνασμού προς την Αγκυρα.

Το γεγονός αυτό καθ' εαυτό ίσως τελικά να αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από την ελληνική πλευρά. Ομως, ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται σε αυτή την επιλογή, μετά την κρίση της Ιμιας και την αμερικανική διαμεσολάβηση, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες και δικαιολογημένους φόβους. Είναι φανερό, με άλλα λόγια, ότι η ελληνική κυβέρνηση σύρεται από τις εξελίξεις δίχως στρατηγική, προσαρμόζοντας την πολιτική της χώρας απέναντι στην Αγκυρα ανάλογα με τις καταστάσεις που δημιουργούνται. Και οι καταστάσεις, τα δεδομένα που συνθέτουν το σκηνικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δημιουργούνται από τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες έχουν στρατηγική και στόχους.

Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Αγκυρα έχουν σαφείς άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πραγματοποίηση ενός εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικού διαλόγου υπό την αιγίδα, δηλαδή τον έλεγχο, της αμερικανικής διπλωματίας, αποτελεί τον πρώτο άμεσο στόχο. Η οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, που θα μεταβάλει το Αιγαίο σε ασφαλή διάδρομο διέλευσης των πετρελαίων του Καυκάσου, αποτελεί τον τελικό στόχο της Ουάσιγκτον, ο οποίος συμφωνεί απολύτως με τα τουρκικά συμφέροντα, γιατί οποιαδήποτε συζήτηση για το Αιγαίο και αν πραγματοποιηθεί θα είναι σε βάρος του σημερινού καθεστώτος, δηλαδή σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Χαρακτηριστική των διαθέσεων της Ουάσιγκτον είναι και η επιστολή του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας Τσέσι Χελμς,όπως αναφέρει ο χτεσινός "Επενδυτής", όπου δηλώνεται ότι "η Τουρκία είναι ένας πολύ σημαντικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού στρατηγικά μας ενδιαφέρει λόγω του ρόλου - κλειδί που διαθέτει, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ως πρόσβαση προς τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες. Παράλληλα αποτελεί τον αποδέκτη των πετρελαίων του Αζερμπαϊτζάν και του Καζαχστάν, ενώ αποτελεί και παράγοντα σταθερότητας".

Μέσα από το πρίσμα αυτό θα προσεγγίσει τον Ελληνα πρωθυπουργό ο Πρόεδρος Κλίντον κατά τη συνάντησή τους στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου, την επόμενη Τρίτη. Εκεί ο Αμερικανός Πρόεδρος θα πιέσει για την πραγματοποίηση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο Κλίντον είναι προδιαγεγραμμένες και οδηγούν σε ελληνοτουρκικό διάλογο μέσα στα πλαίσια που διαμορφώνει η αμερικανική διπλωματία και με όρους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Αγκυρας, καθώς η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει διαμορφωμένη πολιτική απέναντι στην Τουρκία.

Δ. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ