Στο πελώριο «α» της ερμηνείας του, στο μοναδικό ηχόχρωμα της φωνής του με τις τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες, συμπυκνωνόταν η αγωνία των μεροκαματιάρηδων για επιβίωση, το κοινό παράπονο ενάντια στην κοινωνική αδικία, η πίκρα της ξενιτιάς...Τραγούδησε για τα παλικάρια με τα «Μουτζουρωμένα χέρια», που μοχθούσαν καθημερινά για το μεροκάματο στις «Φάμπρικες», γι' αυτούς που αναγκάζονταν να «γευτούν» το «ψωμί της ξενιτιάς», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία», ή στου «Βελγίου τις στοές»... Τα τραγούδια του έγιναν κομμάτι ενός λαού που πάσχιζε, δούλευε, ερωτευόταν, αγωνιούσε, ονειρευόταν στις φτωχογειτονιές, την ίδια ώρα που μαστιζόταν από τις μετεμφυλιακές διώξεις, τη φτώχεια, τις σκληρές...