Θέλω να μιλήσουμε, μάνα. Εγώ εδώ και συ εκεί, πέρα, μακριά στον τόπο που γεννήθηκες. Ηταν Τετάρτη, τότε, οκτώ Αυγούστου, που συμφωνήσαμε το βράδυ να μιλούσαμε, αλλά εσύ μου έφυγες. Γιατί δε με περίμενες; Και φαινόσουνα τόσο καλά εκείνη την ημέρα. Εκανες βόλτες, μες στο σπίτι, σούρνοντας αργά τις παντοφλίτσες σου και με το μπαστουνάκι σου μπροστά πίεζες προσεχτικά το πάτωμα πριν κάθε βήμα. Λες και δοκίμαζες μια παγωμένη λίμνη πριν πατήσεις. Μια παγωμένη διαδρομή! «Πώς δεν το πρόσεξα τόσο καιρό;», θα σου 'λεγα το βράδυ εκείνο. Ψέματα. Σε έβλεπα, αλλά σκεφτόμουν: «Εντάξει, γέρασε η μάνα μου, μα, όμως, τα έχει όλα πια. Παιδιά, εγγόνια, μέχρι και δωμάτιο δικό της». Σε κοίταγα κει μέσα που...