Κυριακή 25 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στόχος η ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου

Η περιβόητη αναπτυξιακή πολιτική που υποτίθεται πως εξασφαλίζεται από την κυβέρνηση, κάθε άλλο παρά αφορά τα λαϊκά στρώματα

Ενας ακόμα... ιστορικός προϋπολογισμός κατατέθηκε τη βδομάδα που πέρασε στη Βουλή και το σκηνικό είναι σχεδόν πανομοιότυπο με των προηγούμενων χρόνων. Οι μεν κυβερνώντες προσπαθούν πάλι - όπως πέρσι, πρόπερσι και ακόμα πιο πριν - να πείσουν για την ιστορικότητα των επιλογών τους, οι δεν εκπρόσωποι της αξιωματικής αντιπολίτευσης επαναλαμβάνουν τα γνωστά τετριμμένα περί «ατολμίας» και άλλα παρόμοια. Πέραν των πολιτικών κομμάτων, «πετάχτηκε» βέβαια και ο Πολυζογόπουλος να δηλώσει για το θετικό προσανατολισμό και τις ρυθμίσεις του νέου προϋπολογισμού, αλλά ποιος δίνει πλέον σοβαρή βάση στα λεγόμενα του κεντρικοεπιτροπάριου στο συνδικαλιστικό κίνημα...

Κοινή συνισταμένη της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας αποτελεί η θέση ότι ο κρατικός προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς βοηθά στην εδραίωση της δημοσιονομικής σταθερότητας και εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κόντρα στην εικόνα που παρουσιάζει ο υπόλοιπος καπιταλιστικός κόσμος. Τα περί σταθερότητας στο σύστημα της φορολογίας και των κρατικών δαπανών και το πώς αυτά επιτυγχάνονται, αποτελούν βεβαίως πολιτική επιλογή, όμως με το περιεχόμενό της μπορεί να καταπιαστεί κανείς κάθε στιγμή, ακόμα και στο επίπεδο της λογιστικής. Είναι αυτό που λένε «οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους». Εκείνο όμως το «αναπτυξιακή πορεία» και «υψηλοί ρυθμοί ανόδου», είναι τελικά μια απροκάλυπτη κοροϊδία που σερβίρουν οι κρατούντες - από όλο το φάσμα της πολιτικοοικονομικής εξουσίας - και η οποία πρέπει να αποκαλύπτεται χωρίς περιστροφές και παζάρια.


Εκείνο που κυβέρνηση, ΝΔ και ΣΥΝ, μαζί με τις οργανώσεις των επιχειρηματιών, αποδέχονται και προβάλλουν ως αποδεικτικό της αναπτυξιακής πορείας, είναι διάφοροι μακροοικονομικοί δείκτες για την εξέλιξη της οικονομίας στη χώρα. Αυξάνεται, σου λέει, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, άρα υπάρχει ανάπτυξη. Και αφού υπάρχει ανάπτυξη, συνεχίζουν, δεν μπορεί παρά να κερδίζουν όλοι. Το γεγονός ότι αυτοί που ομονοούν σ' αυτή την εξίσωση δεν τα βρίσκουν στο βαθμό ωφέλειας κάθε κοινωνικής ομάδας ξεχωριστά, είναι μια διαφωνία υποκριτική και αποπροσανατολιστική. Η πείρα γενικά, αλλά και η ανάλυση των στοιχείων, δείχνουν ότι στην κοινωνία μας σε καμιά περίπτωση η βελτίωση δεικτών όπως του ΑΕΠ, δε σημαίνει όφελος για όλες τις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού. Μάλιστα, εδώ που τα λέμε, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η οικονομική ολιγαρχία εκμεταλλευόμενη και τις ρυθμίσεις του πολιτικού της προσωπικού καταφέρνει όχι μόνο να καρπώνεται ολόκληρη την προσαύξηση του ΑΕΠ, αλλά ταυτόχρονα να υποχρεώνει τα λαϊκά στρώματα να περιορίζονται όλο και περισσότερο σε σχέση με το κομμάτι της πίτας του ΑΕΠ που τους αναλογεί. Αλλωστε, η καθημερινή ζωή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες, οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες, οι έμποροι, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, αποδεικνύει ότι η ευημερία των αριθμών στο επίπεδο της οικονομίας συνολικά, συχνά συνδυάζεται με την όξυνση της δικής τους οικονομικής κατάστασης.

Ακόμα κι αν υπάρχει άνοδος των οικονομικών δεικτών, η πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι είναι κάθε άλλο παρά... αναπτυξιακή:

  • Η ανεργία έχει χτυπήσει στην ουσία την πόρτα κάθε ελληνικής οικογένειας. Οι άνεργοι έχουν ξεπεράσει ήδη τις 500.000 άτομα, από τα οποία το 56% είναι μακροχρόνια άνεργοι. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο αφόρητη για τους νέους και τις νέες.
  • Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, όσο και να την κρύβουν εκείνοι που λυμαίνονται τα λαϊκά εισοδήματα, αποκτά τραγικές διαστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χρέη των εργατικών νοικοκυριών προς τις τράπεζες, από καταναλωτικά και άλλου είδους δάνεια, φέτος είναι υπερδιπλάσια από τα αντίστοιχα του 1999.
  • «Θερίζει» η υποαπασχόληση, η ετεροαπασχόληση και οι διάφορες... «ελαστικές μορφές» απασχόλησης. Δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που δεν είναι γραμμένοι σε καμιά κατάσταση ανέργων, ζουν στην κυριολεξία με το κομμάτι. Εργάζονται όποτε κληθούν για δουλιά, πληρώνονται με όσα τους δώσουν, ενώ για ασφάλιση και άλλες καλύψεις, ούτε λόγος να γίνεται.
  • Τα εισοδήματα, παρά τις φαμφάρες των κυβερνώντων, είναι καθηλωμένα σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα. Το οξύμωρο της όλης κατάστασης είναι ότι ενώ οι τιμές της αγοράς στη χώρα σταδιακά εξομοιώνονται με τις αντίστοιχες των άλλων χωρών της ΕΕ, οι μισθοί εξακολουθούν - και έτσι θα είναι και στο μέλλον - να είναι υποπολλαπλάσιοι.
  • Η χώρα έχει γίνει γκέτο εκμετάλλευσης για τους μετανάστες από άλλες χώρες.
  • Η κυβερνητική πολιτική, σε ό,τι αφορά τις οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες, έχει οριοθετηθεί αυστηρά στην ελεημοσύνη της ντροπής του ΕΚΑΣ.
  • Η πολιτική υπονόμευσης των ασφαλιστικών ταμείων και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων κλιμακώνεται με... επικοινωνιακές αυτή τη φορά προσεγγίσεις. Για την κυβέρνηση είναι καθαρό ότι οι απαιτήσεις της ολιγαρχίας για ολοκληρωτικό γκρέμισμα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος θα εφαρμοστούν.

Βέβαια, όλα αυτά, η ένταση δηλαδή των προβλημάτων των λαϊκών στρωμάτων, δε σημαίνουν ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν παρατηρηθεί θετικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ. Αν δούμε όμως, έστω και σε αδρές γραμμές τι κρύβεται πίσω από αυτή την αύξηση, το πώς αυτή πετυχαίνεται, δε χρειάζεται και πολύ φιλοσοφία για να διαπιστώσουμε πως πρόκειται για μια εξέλιξη από την οποία, σε τελευταία ανάλυση, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν κερδίζουν, αλλά χάνουν κι από πάνω. Το ΑΕΠ, που όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για την επόμενη χρονιά, φέτος αναμένεται να διαμορφωθεί στα 44,48 τρισεκατομμύρια δραχμές (130,5 δισεκατομμύρια ευρώ), ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνει:

Αρκετά τρισεκατομμύρια από το σύνολο των λεγόμενων μεγάλων έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη και που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης να αποδείξει πως είναι προς το κοινό συμφέρον, είναι φανερό ότι αποτελούν έργα για το μεγάλο κεφάλαιο. Εργα και υποδομές, από τις οποίες προσβλέπει να αποκομίσει κέρδη, είτε αναλαμβάνοντας την υλοποίησή τους, είτε ως καταναλωτές υπηρεσιών, είτε ως διοικούντες για πολλές δεκαετίες. Το παράδειγμα του αεροδρομίου της «Χόχτιφ» στα Σπάτα, είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά. Εδώ η γερμανική πολυεθνική «προσφέρει» στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, κερδίζοντας και ως κατασκευαστής, και ως διοίκηση του αεροδρομίου και από παράπλευρες δραστηριότητες με κτηματομεσιτικές εργασίες πέριξ του αεροδρομίου και από την εν γένει εισβολή της στην ελληνική οικονομία, όπου τώρα «χτυπάει» μια σειρά δημόσια έργα. Και όλοι εμείς υποχρεωνόμαστε από την κυβέρνηση να πληρώνουμε τα αστρονομικά κέρδη των Γερμανών για το αεροδρόμιο, των μεγάλων τεχνικών εταιριών για τους εθνικούς (σχεδόν ιδιωτικούς) δρόμους, για τα Ολυμπιακά έργα κ.ο.κ.

Μερικά ακόμα τρισεκατομμύρια του ΑΕΠ, είναι η... παραγωγή που προσφέρουν οι τράπεζες, οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, οι χρηματιστηριακές εταιρίες, οι εταιρίες ιδιωτικών ασφαλίσεων κ.ο.κ. Κλάδοι, δηλαδή, και εταιρίες που υπάρχουν όχι για να ικανοποιούν κάποιες πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, αλλά για να ξεζουμίζουν τους εργαζόμενους. Κι όμως, η κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό της αυτές ακριβώς τις εταιρίες, μαζί με άλλες «ανώνυμες» και «ομόρρυθμες», διάλεξε και φέτος για να ενισχύσει με την πολιτική της. Οι εκπρόσωποι αυτών των εταιριών και επιχειρήσεων, το μεγάλο κεφάλαιο είναι αυτό που ωφελείται και από τα πρόσφατα μέτρα Χριστοδουλάκη με τις σχετικές φοροαπαλλαγές. Και σαν κερασάκι, για να «κλείσει τα στόματα», ανακοίνωσε και την τιμαριθμοποίηση ουσιαστικά της φορολογικής κλίμακας, από την οποία ακόμα και εκείνοι οι μισθωτοί ή συνταξιούχοι που... ωφελούνται, «κερδίζουν» στην καλύτερη περίπτωση το 2003, περίπου 50 δραχμές τη μέρα...

Την ίδια στιγμή, ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, κινείται σε γνωστές κατευθύνσεις σε ό,τι αφορά τις λεγόμενες δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα. Η μείωση σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων είναι τέτοια που οι εργατικές οικογένειες θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τις δαπάνες που κάνουν για να καλύψουν έξοδα για σχολεία, φροντιστήρια, γιατρούς, φάρμακα κ.ο.κ. Εκείνο ενδεχόμενα που θα πρέπει ξεχωριστά να σημειωθεί, είναι η τύχη που επιφύλαξε η κυβέρνηση για τα κονδύλια των επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία, όπου προχωρά σε περικοπές που για το ΙΚΑ είναι 30%, το ΤΕΒΕ 18,4%, και το ΤΑΕ 3,6%. Είναι κι αυτή μια επιλογή παραπέρα υπονόμευσης των Ταμείων, ώστε να δημιουργηθούν τα απαιτούμενα τετελεσμένα, βάσει των οποίων θα γίνουν μετά... «ακόμα πιο αναγκαία» τα μέτρα για την αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ