Αυτή η κατάσταση προφανώς δεν αφορά μόνο τους Ινδούς, Πακιστανούς ή Μπαγκλαντέζους εργάτες που ζουν και δουλεύουν κάτω από τέτοιες συνθήκες, στον Μαραθώνα, στην Μανωλάδα και οπουδήποτε αλλού. Η εργατική τάξη της χώρας μας, ανεξάρτητα από χρώμα και φυλή, θρήσκευμα και χώρα καταγωγής, έχει πολλούς λόγους να κάνει δική της υπόθεση την καταγγελία τέτοιων φαινομένων, τον αγώνα μαζί με τους μετανάστες εργάτες για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική και το άγριο σύστημα που τσακίζει δικαιώματα και ανάγκες.
Δεύτερον, για στοιχειώδεις λόγους ταξικής αλληλεγγύης. Γιατί το πιο ευάλωτο τμήμα της εργατικής τάξης, οι ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους μετανάστες, πρέπει να στηριχτούν αποφασιστικά από όλους τους εργαζόμενους. Γιατί τέτοια περιστατικά πρέπει να βρίσκουν απέναντί τους ένα πραγματικό τείχος, σαν μια γροθιά, σωματεία, μαζικοί φορείς, εργατόκοσμος να «κόβουν από τη ρίζα» κάθε χέρι που τολμάει να σηκώνεται σε βάρος εργάτη. Η σιωπή, η υποτίμηση, η ανοχή ενισχύουν και πολλαπλασιάζουν τέτοια περιστατικά, τροφοδοτούν την εργοδοτική επιθετικότητα σε βάρος όλων των εργαζομένων, όχι μόνο των μεταναστών. Αφήνουν το φόβο να φωλιάσει, να ριζώσει, να γίνει συμβιβασμός και υποταγή, αναπαράγοντας τον αρνητικό για την εργατική τάξη συσχετισμό.
Τρίτον, γιατί τέτοιες επιθέσεις δεν αφορούν μόνο τους μετανάστες. Αξιοποιούνται ως μέσο πίεσης και για τους ντόπιους εργαζόμενους, λειτουργούν «παραδειγματικά» για να ρίξουν ακόμα πιο χαμηλά τις απαιτήσεις τους. Στέλνουν μήνυμα ότι «υπάρχουν και χειρότερα», οπότε «κάτσε στ' αυγά σου, μη διεκδικείς». Για όποιον νομίζει ότι δεν τον αφορούν οι συνθήκες δουλειάς των μεταναστών, ας ρίξει μια ματιά στο πώς αμείβονταν αλλοδαποί εργάτες στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990. Θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες με όσα τελικά επικράτησαν συνολικά για την εργατική τάξη της χώρας με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Τέταρτον, η εργοδοτική αυθαιρεσία δεν περιορίζεται στις μάντρες των σύγχρονων τσιφλικιών. Εχουν γίνει «κανονικότητα» η ανασφάλιστη δουλειά, η εργασία μέσω «δουλεμπορικών», η εντατικοποίηση, τα εργατικά «ατυχήματα» που σακατεύουν εργάτες, Ελληνες και μετανάστες. Αυτό το καθεστώς εργασιακής ζούγκλας, που διαμόρφωσαν και επεκτείνουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, γενικεύεται πια σε κάθε χώρο δουλειάς. Στηρίζεται στην ασυλία που έχει διαμορφωθεί για την εργοδοσία από το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συμπληρώνει την επίθεση στο λαϊκό εισόδημα, τη φορομπηξία, την κρατική καταστολή για να πάψουν οι διεκδικήσεις.
Πέμπτον, γιατί στις πλάτες των χιλιάδων ξεριζωμένων από τις πατρίδες τους μεταναστών το κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του καλλιεργούν το μίσος και το ρατσισμό, δηλαδή τις «αξίες» του σάπιου μέχρι το μεδούλι συστήματός τους. Ετσι αποκρύπτονται οι πραγματικές αιτίες της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, της φτώχειας. «Ξεπλένεται» ο πραγματικός αντίπαλος για τη σύνθλιψη των εργατικών δικαιωμάτων, ενισχύεται η επιθετικότητα της εργοδοσίας σε βάρος συνολικά της εργατικής τάξης.