Παρασκευή 4 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Ορθιοι» στο δικομματικό εμπαιγμό

Ενα κακόγουστο δικομματικό θέατρο στο οποίο περισσεύουν η υποκρισία και ο εμπαιγμός, στήθηκε γύρω από την υπόθεση της μονιμοποίησης των συμβασιούχων του δημοσίου. Και θα μπορούσε κανείς να το προσπεράσει με αποστροφή και αηδία αν δεν αφορούσε την επιβίωση και τα όνειρα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που χρόνια ολόκληρα βρίσκονται υπό καθεστώς ομηρίας από τα κόμματα του δικομματισμού. Πρόκειται για τη δοκιμασμένη επί δεκαετίες τακτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, να επιδίδονται σε ένα απαίσιο εμπόριο ελπίδων και θέσεων εργασίας στο δημόσιο με αντάλλαγμα την ψήφο, τη χειραγώγηση και τη συνείδηση των θυμάτων τους.

Κατ' αρχήν δε θα έπρεπε να υπάρχουν τόσες χιλιάδες εργαζόμενοι με τόσες και τέτοιες (ελαστικές) μορφές απασχόλησης στο δημόσιο. Από τη στιγμή που προσλαμβάνονται για να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, επιβάλλεται να έχουν και τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας, που να εξασφαλίζουν ίδια δικαιώματα με τους άλλους συναδέλφους τους. Ομως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τούς ήθελαν πάντα ως εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας, εξαρτημένους και υποταγμένους τόσο στην εργασία τους όσο και στο φρόνημά τους. Ετσι δίπλα στους εργαζόμενους με «σταθερή» εργασιακή σχέση, δημιούργησαν μια στρατιά χιλιάδων εργαζομένων με άπειρες και ανεξέλεγκτες μορφές εργασιακών σχέσεων που αποτελούνταν κυρίως βέβαια από «ημέτερους». Μόνο η ρύθμιση που πρότεινε η κυβέρνηση για το «στενό» δημόσιο τομέα, αφορά 10 - 15.000 ανθρώπους, ενώ αν υπολογιστούν και οι πολλαπλάσιες χιλιάδες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του προβλήματος που έχουν δημιουργήσει με την... αξιοκρατία που έχουν εφαρμόσει στις προσλήψεις στο δημόσιο.

Κυβέρνηση και ΝΔ επιχειρούν, μετά το «ναυάγιο» το οποίο προκάλεσαν, να επιρρίψουν ο ένας τις ευθύνες στον άλλο γιατί δεν προχώρησε η - λειψή και άδικη - νομοθετική ρύθμιση που είχαν από κοινού ετοιμάσει. Οι ηγεσίες του δικομματισμού, όμως, είναι αποκλειστικά υπεύθυνες όχι μόνο για τη δημιουργία του σκανδάλου αλλά και για τη διαιώνισή του. Αν δεν προχώρησαν στην ψήφιση της τροπολογίας στη Βουλή, αυτό οφείλεται κυρίως στη διαμάχη για τη μοιρασιά των ρουσφετιών. Η κυβέρνηση από την αρχή ήταν ολοφάνερο ότι επιδίωκε μια συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να νομιμοποιήσει τους χιλιάδες ρουσφετολογικούς διορισμούς που είχε κάνει τα τελευταία χρόνια με τη μορφή των συμβάσεων έργου, συμβάσεων ορισμένου χρόνου κ.ά. Ακόμα χειρότερα ήθελε τη δικομματική συναίνεση στη βάση που αυτή είχε εκ των προτέρων αποφασίσει, η οποία, όχι μόνο δεν έλυνε οριστικά το πρόβλημα των «εκτάκτων», αλλά άφηνε εκτός της ρύθμισης την πλειονότητά τους, αναπαράγοντας το καθεστώς της ομηρίας. Από την πλευρά της η ηγεσία της ΝΔ, από τη μια μέτρησε τα πράγματα με βάση το στενό κομματικό συμφέρον (πόσοι «δικοί μας», πόσοι «οι άλλοι»), ενώ ταυτόχρονα «έκλεισε το μάτι» στο ΣΕΒ και τους μεγαλοβιομηχάνους υπαναχωρώντας την τελευταία στιγμή και δηλώνοντας ότι η δική της ρύθμιση θα κινείται με βάση τις αρχές του «κράτους δικαίου».

Το ΚΚΕ κατέστησε σαφές ότι η θέση του καθοριζόταν από αρχές και όχι από ρουσφετολογικές ανάγκες και στη βάση αυτή κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις στη διακομματική. Το ζητούμενο είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι - όχι μόνο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι- να αντιληφθούν το άθλιο δικομματικό παιχνίδι που παίζεται σε βάρος τους και να χαλάσουν τα σχέδια στους επίδοξους «προστάτες» τους. Και με την αγωνιστική στάση αξιοπρέπειας και με την ψήφο υπέρ του ΚΚΕ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ