(Μέρος Β')
Δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του κειμένου που έχουν συντάξει οι Αγγελική Κορφιάτη, Αφροδίτη Κορφιάτη και Χρήστος Κορφιάτης. Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο
Σταθερά τασσόταν στο πλευρό του υπόλοιπου ελληνικού λαού:
«Δεινά (...) σήμερον διάκειται η πολυπαθής μήτηρ Ελλάς, ένεκα αιφνιδίου και πάντη απροσδοκήτου εχθρικής επιθέσεως, προσβαλλούσης την ανεξαρτησίαν της και σκοπόν εχούσης την παντελή παράλυσιν της ελληνικής κοινωνίας· επιθέσεως απαραδειγματίστου εις τα χρονικά των πεπολιτισμένων εθνών (...) Οι αυτουργοί της επιθέσεως ταύτης ευαρεστούνται, παρά πάσαν αλήθειαν, να στηρίζωσιν εν μέρει την διαγωγήν των εις την υπεράσπισιν τάχα Επτανησίων ζημιωθέντων εις το Ελληνικόν Κράτος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 3, «Σχέδιον...», ό.π.).
Δεν γονάτιζε στους ισχυρούς:
«Σας το κηρύττομεν παρρησία, Κύριε Ουάρδε, ο Επτανησιακός λαός και η αντιπροσωπεύουσα αυτόν Βουλή ούτε ευγνωμοσύνην ούτε φιλοφροσύνην οφείλουσιν εις κυβέρνησιν ήτις, πότε δολίως, πότε διά της λόγχης και του τηλεβόλου, τω αφήρπασε τα απαράγραπτα δικαιώματά του (...), τον περιεφρόνησε, τον διήρπασε, τον ελήστευσε, τον απεγύμνωσε, τον επτώχυνε, κατέστησε αυτόν ξηρόν σκελετόν, και επί τέλους τον επυρπόλησε, τον ηδχόνισε και τον εμαστίγωσεν ανηλεώς. Οχι! λέγομεν, ο επτανησιακός λαός δεν οφείλει ευγνωμοσύνης και ευχαρισίας τεκμήρια προς τοιαύτην τυραννικήν και άρπαγα κυβέρνησιν· αλλά γογγυσμούς γοερούς, κατάρας εκ βάθους ψυχής (...) Ημείς ούτε ανεγνωρίσαμεν ούτε αναγνωρίζομεν ποτέ τας συνομολογουμένας συνθήκας μεταξύ των δυνατών της γης, διά των οποίων οι ατυχείς λαοί πωλούνται, αγοράζονται, ανταλλάσσονται και διανέμονται ως τόσα κτήνη· (...) αι επάρατοι αύται συνθήκαι δεν είναι ειμή το αποτέλεσμα της βίας ή της ανάγκης· άμα δε αύτη εκλείψη ή εκείνη δυνηθή να καταβληθή - το οποίον έγκειται εις αυτήν των την φύσιν και ή εγρήγορα ή αργά είναι αδύνατον να μη ακολουθήση - οι λαοί αναλαμβάνουσιν αυτοδικαίως την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 3, σελ. 1, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 6.5.1850).
Ηδη από το δεύτερο φύλλο της η εφημερίδα έκανε λόγο περί «καταπτύστου αγγλοϊονικής συμμορίας» και σημείωνε επικαλούμενη Ριζοσπάστες βουλευτές: «Και αυτή ακόμη η νεωστί καθιερωθείσα ελευθερία του Τύπου κατέστη αντικείμενον παντοίων επιβουλών, συκοφαντιών και αυθαιρέτων καταδιώξεων, οσάκις αι αλήθειαι τας οποίας διεσάλπισεν απέβησαν δυσάρεστοι εις τα ώτα των δυνατών της ημέρας».
Στάθηκε παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής του λαού απέναντι στον Αρμοστή Ward και τους υποτακτικούς του, παρά το γεγονός ότι η βρετανική εξουσία κατηγορούσε το Ριζοσπαστικό Κόμμα ότι το 1850 ετοίμαζε «επαναστατικό κίνημα».
Ηταν εφημερίδα που δεν μάσαγε τα λόγια της:
«Κύριε Ουάρδε (...) Η Βουλή έκαμε μνείαν των ανοσιουργημάτων της στρατοκρατίας σου εις Κεφαλληνίαν (...) Ανατριχιάζεις οσάκις γίνεται λόγος περί των πραγμάτων εκείνων φοβούμενος μη σε καταπνίξη το αίμα των θυμάτων σου! Εμπρός, Κύριε Ουάρδε! ο πολιτικός τάφος σου είναι ήδη ανεωγμένος! εις αυτόν θέλεις καταβή με τας αράς της Κεφαλληνίας, της Επτανήσου, της Ελλάδος απάσης και της Ευρώπης. Η ιστορία του πολιτικού σου βίου, κατά την Επτάνησον, θέλει μετά φρίκης αναγινώσκεσθαι, και θέλει σε κατατάσσει ως εφάμιλλον των τεράτων του απολυτισμού και της σκληρότητος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 2, σελ. 2, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 15.4.1850).
Αναδημοσιεύοντας εκτεταμένη αναφορά Ριζοσπαστών βουλευτών για τις βρετανικές βαναυσότητες στην Κεφαλονιά, στο τρίτο φύλλο της σημείωνε την ανάγκη η Βουλή να ζητήσει απόδοση ευθυνών «περί των αυθαιρεσιών, των μαστιγώσεων, των απαγχονισμών, των βεβηλώσεων των Ναών του Θεού, των εμπρησμών και της εκ των θεμελίων κατεδαφίσεως των οικιών, της καταστροφής των ιδιοκτησιών, των φυλακισμών, των σφαγών αθώων θυμάτων, της καταπατήσεως των νόμων, και εν γένει των αδικημάτων, των βιαιοπραγιών, των καταθλίψεων, των αποκλεισμών, και τόσων άλλων ανηκούστων και ατιμωτικών πράξεων, των οποίων η γενναία μεν, αλλά δυστυχής Κεφαλληνία, έγεινεν έρμαιον, κατά τους παρελθόντας μήνας, Αύγουστον, Σεπτέμβριον και Οκτώβριον, και αι οποίαι, κατά την σκληρότητα και βαρβαρότητα, υπερέβησαν και αυτάς ακόμη των φρικαλέων εποχών του μεσαιώνος».
Στο τέταρτο και τελευταίο γνωστό φύλλο της η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του ιερωμένου Μιλτιάδη Κουρβισιάνου, που για την υποστήριξή του στους Ριζοσπάστες είχε αποπεμφθεί από την Εκκλησία με αστυνομική μεσολάβηση και κατήγγειλε «κτηνώδη βία», προκειμένου να αφαιρέσει το ράσο του, προσθέτοντας για τον αγώνα των Ριζοσπαστών: «Είμαι έτοιμος να προσφέρω και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου».
Επίσης, πάλι στην Κεφαλονιά, το 1863 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία «εθνική και δημοτική» εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Γεράσιμο Φασόη. Τυπωνόταν σε τυπογραφείο ονόματι «Ανατολή». Στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη σώζονται τρία φύλλα της, το τελευταίο των οποίων ήταν το 34ο κατά σειρά.
Οι ιδέες των πρωτοπόρων εκείνου του κινήματος απηχούσαν, κυρίως, πρωτόλειες ή ουτοπικές και ρομαντικές - χριστιανικές μικροαστικές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αντιλήψεις, αντίστοιχες εκείνων του Τζουζέπε Ματσίνι, του Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, του Σεν Σιμόν και του Λουί Μπλανκί, ορισμένες από τις οποίες είχαν βρει απήχηση σε Επτανήσιους, όπως ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, από το πρώτο κιόλας μισό του 19ου αιώνα. Ο Μομφερράτος διακινούσε έργα του Ματσίνι για το δημοκρατικό κίνημα της ιταλικής ενοποίησης και σε συνδρομητές στην Κέρκυρα, όπου βασικοί εκπρόσωποι του Ριζοσπαστικού Κόμματος ήταν ο βουλευτής Χριστόδουλος Ποφάντης και ο ποιητής Γεώργιος Μαρτινέλης, αμφότεροι πρωτοπόροι αγωνιστές του καιρού τους.
(Συνεχίζεται)