Η κυβέρνηση -διά στόματος υφυπουργού Εργασίας στη Βουλή- όχι μόνο υπερασπίστηκε την ολέθρια απόφασή της για την αύξηση του ποσοστού των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων που παίζουν στο χρηματιστηριακό τζόγο, αλλά ισχυρίστηκε ότι αυτό το ζήτησαν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι!
Μάλιστα ο Ρ. Σπυρόπουλος - απαντώντας σε Επίκαιρη Ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ Δ. Τσιόγκα - έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι με το τζογάρισμα των αποθεματικών των ταμείων στο Χρηματιστήριο συμφωνούν και οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ!
Στον ισχυρισμό του αυτό βέβαια πήρε την απάντηση από τον Δ. Τσιόγκα, ο οποίος τόνισε ότι «οι συνδικαλιστές του ταξικού πόλου μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι κάθετα αντίθετοι με αυτές τις μεθοδεύσεις και με αυτήν την πρακτική της ληστείας των ασφαλιστικών ταμείων».
Ο υφυπουργός με τον ισχυρισμό ότι τα ασφαλιστικά ταμεία είναι «ανεξάρτητοι και αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί» στις διοικήσεις των οποίων μετέχουν και οι εργαζόμενοι είπε ότι μόνοι τους αποφάσισαν το τζογάρισμα των αποθεματικών στο Χρηματιστήριο. Τα αποτελέσματα κατά τον Ρ. Σπυρόπουλο είναι θετικά και γι' αυτό τα ίδια τα ταμεία και «με απαίτηση των συνδικαλιστών» ζήτησαν την αύξηση του ποσοστού των αποθεματικών που θα «παίζει» στο χρηματιστήριο.
Με βάση αυτόν τον ισχυρισμό ο υφυπουργός είπε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να έρθει σε κόντρα με αποφάσεις των ταμείων που με «δική τους ευθύνη και βούληση και τη συμμετοχή ανθρώπων του ιδεολογικού σας χώρου παίρνουν αποφάσεις για την αξιοποίηση των αποθεματικών τους».
Ο Δ. Τσιόγκας αντικρούοντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι:
Είναι απαίτηση των εργαζομένων, συνέχισε, ο βουλευτής του ΚΚΕ, να αναλάβει η κυβέρνηση τις ευθύνες της για όσα χρήματα χάθηκαν στο Χρηματιστήριο και όσα θα χαθούν με την απόφασή της να αυξηθεί στο 23% το ποσοστό των χρημάτων που θα τζογάρουν τα ταμεία στο Χρηματιστήριο. Ο Σ. Τσιόγκας τόνισε πως η κυβέρνηση δεν έχει αυταπάτες ότι θα κερδίσει από το Χρηματιστήριο, αλλά αντίθετα θέλει να στηρίξει το Χρηματιστήριο και γι' αυτό γίνονται αυτά τα παιχνίδια με τα χρέη της κυβέρνησης προς το ΙΚΑ, τα οποία ανέρχονται σε 2,8 τρισεκατομμύρια.