Παρασκευή 30 Απρίλη 2021 - Κυριακή 2 Μάη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
2021 ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Ασφυκτικοί περιορισμοί στα συνδικάτα και το απεργιακό δικαίωμα

Από πρόσφατη απεργία σε χαλυβουργείο στην Ιταλία
Από πρόσφατη απεργία σε χαλυβουργείο στην Ιταλία
Ασφυκτικός κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα και τεράστια εμπόδια στο απεργιακό δικαίωμα, με τις - συνήθως σοσιαλδημοκρατικές - ηγεσίες των κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων να στηρίζουν ενεργά την επίθεση: Αυτές είναι οι «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές»... Απαγόρευση των απεργιών ενάντια σε αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, υποχρεωτική «εργασιακή ειρήνη» για όσο διαρκεί μια ΣΣΕ, επιστολικές ψήφοι, «ασφαλιστικές δικλίδες» για να πιάνεται οποιοδήποτε συνδικάτο πάει να ξεφύγει από τον «κοινωνικό διάλογο»... απ' όλα έχει ο αντεργατικός μπαξές!

Στη Γερμανία

Στη Γερμανία, οι ασφυκτικοί περιορισμοί στη λειτουργία και τη δράση των συνδικάτων έχουν τη «σφραγίδα» των σοσιαλδημοκρατικών μηχανισμών που για δεκαετίες κυριαρχούσαν στη χώρα, τόσο προπολεμικά όσο και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο άρθρο 9 του Συντάγματος προβλέπεται το δικαίωμα ίδρυσης ενώσεων «για την προώθηση και προστασία των εργασιακών και οικονομικών συνθηκών», με την προϋπόθεση ότι «δεν αντιτίθενται στους νόμους και την δημοκρατική συνταγματική τάξη». Πουθενά στο Σύνταγμα δεν αναφέρεται το δικαίωμα στην απεργία. Επιπλέον, οι αποφάσεις του ομοσπονδιακού δικαστηρίου για εργατικά ζητήματα έχουν βάλει πολύ αυστηρά πλαίσια για το πότε, πώς και από ποιον μπορεί να προκηρυχθεί μια απεργία, ενώ επιβεβαιώνουν ότι απαγορεύεται η απεργία για τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.

Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, το ομοσπονδιακό δικαστήριο έχει ορίσει ότι για να είναι νόμιμη μια απεργία πρέπει να είναι το έσχατο μέσο μιας εργατικής διεκδίκησης, εφόσον όλες οι άλλες μορφές πίεσης και διαβούλευσης με τον εργοδότη έχουν εξαντληθεί. Ξεκαθαρίζεται εξαρχής ότι ζητήματα μιας απεργίας μπορεί να είναι μόνο αυτά που μπορεί να καλυφθούν από μια συλλογική σύμβαση, όπως ωράρια ή μισθοί, αποκλείοντας έτσι απεργίες για πολιτικά ζητήματα όπως και γενικές απεργίες. Αντίστοιχα, απαγορεύονται και οι απεργίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης.

Απαγορεύεται επίσης να αποφασίσουν αυθόρμητα οι εργαζόμενοι σε ένα χώρο δουλειάς απεργία για κάποιο σοβαρό πρόβλημα, χωρίς να υπάρχει απόφαση του ανώτερου συνδικάτου. Πολλές φορές εργαζόμενοι ζητάνε από το συνδικάτο τους να προκηρύξει απεργία, ώστε να μπορούν να καλυφθούν νομικά, και οι ηγεσίες των συνδικάτων δεν το κάνουν επειδή διαφωνούν πολιτικά με τα αιτήματα των εργαζομένων.

Μάλιστα, ένα ακόμα μέσο που χρησιμοποιούν οι ηγεσίες των κεντρικών συνδικάτων ενάντια σε απεργιακές διαθέσεις εργαζομένων είναι η άρνηση απόδοσης του απεργιακού επιδόματος, μιας που το κάθε συνδικάτο διατηρεί απεργιακά ταμεία, στα οποία γίνεται διαχείριση κεντρικά από τις ηγεσίες τους. Με αυτήν την έννοια όποιο συνδικάτο σε επίπεδο κρατιδίου ή πόλης θέλει να πάρει απόφαση για απεργία, πρέπει πρακτικά να πάρει την έγκριση από το ομοσπονδιακό συνδικάτο και την ηγεσία του που διαχειρίζεται τα απεργιακά ταμεία.

Ακόμα και αυτές οι απεργίες όμως που επιτρέπονται (Warnstreik και Vollstreik), προϋποθέτουν ότι έχουν πραγματοποιηθεί πιο πριν διαπραγματεύσεις. Οταν αυτές δεν οδηγήσουν σε κάποια συμφωνία, οδηγούνται στη λεγόμενη διαιτησία. Μόνο όταν και αυτό το στάδιο αποτύχει, θεωρείται νόμιμη μια απεργία, εφόσον βέβαια έχει προηγηθεί και γενική ψηφοφορία από τους εργαζόμενους, οι οποίοι πρέπει να έχουν ψηφίσει υπέρ σε ποσοστό τουλάχιστον 75% επί των μελών του συνδικάτου! Οι ψηφοφορίες διεξάγονται και με τη φυσική παρουσία των μελών αλλά και με επιστολική ψήφο.

Εφόσον έχει υπογραφεί μια Συλλογική Σύμβαση, το συνδικάτο δεσμεύεται νομικά ότι δεν θα προκηρύξει απεργία όσο διαρκεί η ισχύς της ΣΣΕ.

Στην Ιταλία

Στην Ιταλία ασφυκτικότερο έλεγχο στα συνδικάτα επιβάλλει ο νόμος περί αντιπροσωπευτικότητας που πέρασε το 2014, προβλέποντας μια σειρά διατάξεων και περιορισμών για τα συνομοσπονδιακά συνδικάτα, σε εθνικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, μόνο τα συνδικάτα που υπογράφουν ότι αποδέχονται το νόμο μπορούν να διαπραγματευτούν και να υπογράφουν ΣΣΕ, ενώ δεσμεύονται ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της δεν μπορούν να προκηρύξουν απεργία.

Σοβαρό εμπόδιο στο απεργιακό δικαίωμα αποτελεί η υποχρέωση για ανακοίνωση της απεργίας τουλάχιστον 10 μέρες πριν από την πραγματοποίησή της και 12 μέρες αν είναι παν-ιταλική. Εξαίρεση αποτελούν μόνο άμεσες απεργίες που αφορούν την προστασία της ασφάλειας και της ζωής των εργαζομένων (π.χ. μετά από εργατικά ατυχήματα), που συνήθως δεν βγαίνουν παράνομες. Την απόφαση για όλα όσα ορίζονται για τις απεργίες, την παίρνει η «Επιτροπή Εγγύησης Απεργίας» (Commissione Garanzia Sciopero), ο επικεφαλής της οποίας είναι ο «εγγυητής». Αυτή η επιτροπή, με βάση περιορισμούς που έχουν ξεκινήσει ήδη από το 1990, ορίζει τι ισχύει για την προκήρυξη απεργίας ανά κλάδο, π.χ. πόσες μέρες πριν πρέπει να ανακοινωθεί, πόσες μέρες πρέπει να μεσολαβήσουν μεταξύ μιας απεργίας και μιας άλλης, αλλά και χρονικά διαστήματα που δεν επιτρέπεται να προκηρυχθεί απεργία. Π.χ. οι σιδηροδρομικοί και το υγειονομικό προσωπικό δεν μπορούν να απεργήσουν από τις 18/12 έως τις 7/1, πέντε μέρες πριν και μετά το Πάσχα, τον μήνα Αύγουστο, άλλες μέρες μέσα στη χρονιά κοντά σε γιορτές και αργίες! Παρόμοιες περιόδους απαγορεύεται να απεργήσουν οι εργαζόμενοι στις θαλάσσιες μεταφορές.

Υπάρχει επίσης πρόβλεψη για ελάχιστη εγγυημένη λειτουργία σε κλάδους των Μεταφορών και στην Υγεία. Στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς υπάρχουν περιπτώσεις που απεργίες βγήκαν παράνομες, εργαζόμενοι συνέχισαν να απεργούν και μπήκαν πρόστιμα απευθείας σε εργαζόμενους και συνδικαλιστές.

Στη Βρετανία

Στη Βρετανία, με βάση τη νομοθεσία, η ίδια η απεργία δεν θεωρείται κατοχυρωμένο δικαίωμα. Μόνο κάτω από μια σειρά προϋποθέσεων μπορεί η απεργία που θα αποφασίσει ένα σωματείο να θεωρηθεί νόμιμη: Θα πρέπει να έχει προηγηθεί «σύννομη» ψηφοφορία, η διαφωνία να αφορά ξεκάθαρα μια διαμάχη για συγκεκριμένα θέματα μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων, να έχει εγκριθεί από το ΔΣ του σωματείου, καθώς και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Επομένως, οι απεργίες αλληλεγγύης ή για οποιοδήποτε θέμα, πέρα από διαφωνίες εργοδοσίας - εργαζομένων είναι παράνομες. Χαρακτηριστικά, η τελευταία γενική απεργία ήταν το 1926! Η βρετανική «ΓΣΕΕ» (TUC) δεν έχει προσπαθήσει καν από τότε, βαδίζοντας σταθερά στο δρόμο της ταξικής συνεργασίας.

Ο νόμος Trade Union Act του 2016 επέβαλε ακόμα περισσότερα εμπόδια στην προκήρυξη απεργίας και μεγαλύτερο έλεγχο στα σωματεία από το κράτος.

Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά: Συμμετοχή του 50% των μελών ενός σωματείου στην επίσημη επιστολική ψηφοφορία και υπερψήφιση της απεργίας από το 40% των μελών. Να υπάρχει ειδοποίηση στον εργοδότη 14 μέρες πριν από την απεργία, λεπτομερής ενημέρωσή του για όλες τις δράσεις και διαδηλώσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο της απεργίας, ορισμός υπεύθυνου περιφρούρησης, τα στοιχεία του οποίου γνωστοποιούνται στις αρχές και ο οποίος μπορεί να διωχθεί ποινικά με πρόστιμα έως 20.000 λιρών, αυστηρότερος έλεγχος στα οικονομικά των σωματείων, πρόβλεψη ότι υπουργοί μπορούν να ζητήσουν λίστες ενεργών μελών σε σωματεία του Δημοσίου κ.ά.

Στη δε επιστολική ψηφοφορία για απόφαση απεργίας, αν έστω και ένα ψηφοδέλτιο πάει σε λάθος διεύθυνση ή σε εργαζόμενο που τυχόν έχει αποχωρήσει από το συνδικάτο, και το αντιληφθεί το νομικό τμήμα της εργοδοσίας, μπορεί να υποβάλει ένσταση και τάχιστα ο δικαστής θα βγάλει την απόφαση απεργίας παράνομη, αναγκάζοντας το συνδικάτο να επαναλάβει την ψηφοφορία, ή να την εγκαταλείψει... Επιστολική ψήφος χρησιμοποιείται και σε αρχαιρεσίες.

Επιπλέον, στα τέλη του 2019 έγινε απόπειρα να επιβληθεί καθεστώς «ελάχιστης εγγυημένης λειτουργίας» στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ωστόσο με το ξέσπασμα της πανδημίας η πρόταση νόμου «πάγωσε», μιας και στο όνομά της η κυβέρνηση έχει βρει καινούργιους τρόπους να εξασφαλίσει την «ομαλή λειτουργία» τους.

Σε Δανία και Σουηδία

Στο... «σκανδιναβικό μοντέλο», οι εργαζόμενοι έρχονται αντιμέτωποι τόσο με το ασφυκτικό νομικό πλαίσιο για τα συνδικάτα και το απεργιακό δικαίωμα, όσο και με τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες των κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που αναλαμβάνουν ρόλο... δικαστή και αστυνομικού όποτε εργαζόμενοι, επιτροπές αγώνα ή κάποιο συνδικάτο χαλούν τη σούπα της «εργασιακής ειρήνης».

Στη Δανία, δεν έχει γίνει γενική απεργία από το 1998! Για να γίνει απεργία σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή χώρο δουλειάς, απόφαση μπορεί να πάρει μόνο η κλαδική Ομοσπονδία. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου σωματεία προκήρυξαν απεργία και η αντίστοιχη κλαδική Ομοσπονδία τα μήνυσε!

Επιπλέον, από την υπογραφή της ΣΣΕ και για τρία χρόνια ισχύει η «εργασιακή ειρήνη». Μόνο η κλαδική Ομοσπονδία, η οποία έχει και την ευθύνη υπογραφής της ΣΣΕ, μπορεί να αποφασίσει για το αν και πότε είναι «νόμιμη» μια απεργία σε μια επιχείρηση, αφού εξαντλήσει κάθε περιθώριο συμβιβασμού μέσω «διαλόγου».

Χαρακτηριστικά, το 2019 οι εργαζόμενοι στην εταιρεία ενοικίασης και τοποθέτησης σκαλωσιών «Persolit», με απανωτές και ομόφωνες αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων προκήρυξαν απεργία, αφού η εργοδοσία αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση για μισθολογικές αυξήσεις και βελτίωση των όρων δουλειάς. Μετά από πολυήμερο αγώνα έγιναν δεκτά αρκετά αιτήματά τους. Η σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία όχι μόνο δεν κάλυψε τον αγώνα τους, αλλά έστειλε εξώδικα στους εργαζόμενους και έκοψε πρόστιμα 80 κορονών (10,5 ευρώ) για κάθε εργαζόμενο και για κάθε ώρα απεργίας, ως αποζημίωση στην εταιρεία για διαφυγόντα κέρδη!

Αντίστοιχα, στο Δημόσιο, στις διαπραγματεύσεις για τη σύμβαση ορίζεται ένας κρατικός διαμεσολαβητής με σκοπό να πετύχει συμβιβασμό και να αποφευχθεί η απεργία. Αν παρ' όλα αυτά ένας κλάδος του Δημοσίου προκηρύξει απεργία, η κυβέρνηση μπορεί να επέμβει με λοκ άουτ, όπως έκανε στην απεργία των δασκάλων το 2008.

Αντίστοιχα, στη Σουηδία, οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα μέσω Γενικών Συνελεύσεων και των πρωτοβάθμιων σωματείων τους ούτε να απεργήσουν ούτε να ορίσουν τα αιτήματά τους.

Δικαίωμα να προκηρύξουν απεργία έχουν μόνο οι Ομοσπονδίες, ούτε καν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Σουηδίας - που είναι μόνο συντονιστικό όργανο. Απεργίες «επιτρέπονται» μόνο για αιτήματα Συλλογικής Σύμβασης και όχι για αλληλεγγύη, για κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα.

Προκήρυξη απεργίας μπορεί να γίνει μόνο όταν λήγει η ΣΣΕ. Οταν υπογραφεί η νέα σύμβαση από την Ομοσπονδία, κυριαρχεί «εργασιακή ειρήνη». Ακόμα και αν οι επιχειρήσεις καταπατούν τις ΣΣΕ, απαγορεύεται η απεργία, επιτρέπονται μόνο διαπραγματεύσεις.

Αν ένα πρωτοβάθμιο σωματείο αποφασίσει απεργία, η Ομοσπονδία πρέπει να το καταγγείλει και να πάρει μέτρα (διαγραφές κ.λπ.). Επίσης, αν ομάδες εργαζομένων οργανωθούν και αποφασίσουν να απεργήσουν, τότε το τοπικό σωματείο πρέπει να καταγγείλει αυτούς τους εργαζόμενους... Αν παρ' όλα αυτά γίνει απεργία τότε υπάρχουν διοικητικά πρόστιμα 250 - 350 ευρώ για κάθε εργαζόμενο που συμμετείχε σε «παράνομη» απεργία.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ