Στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας, που μοιάζει να βγήκε από αρχαία τραγωδία, βλέπω πάντα κι άλλες μάνες. Στο άδειο βλέμμα της, βλέπω και τη μάνα του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν, που δολοφόνησαν χρυσαυγίτες στα Κάτω Πετράλωνα, όταν πήγαινε με ποδήλατο, ξημερώματα στη δουλειά του, βλέπω τις μάνες των Αιγύπτιων ψαράδων και των αλλοδαπών εργατών γης στην Κρήτη, που δέχτηκαν δολοφονική επίθεση, βλέπω τις μάνες των κομμουνιστών και των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, για τους οποίους στήθηκε δολοφονική ενέδρα από ναζιστές και τόσες ακόμη... Βλέπω έναν Χορό γυναικών με μαύρα ρούχα, μέσα σε ένα βλέμμα. Ολες μέσα στα μάτια της Μάγδας, που έγιναν αστείρευτες λίμνες δακρύων, αλλά και ορμητικά ποτάμια θυμού και αγώνα. Η Μάγδα Φύσσα, από το 2013, από εκείνον τον Σεπτέμβρη, που ο Ρουπακιάς μαχαίρωσε το γιο της στην καρδιά, έχει μαχαιρωθεί κι εκείνη. Με δυνατή, επαγγελματική μαχαιριά. Αυτή η εικόνα της αγέρωχης, δυνατής γυναίκας, που τα βάζει μ' ένα ολόκληρο σύστημα, που δε λυγίζει στιγμή και μόνη της στέκεται απέναντι, όχι μόνο στους χρυσαυγίτες, αλλά και στον χυδαίο «νομικό» χρυσαυγιτισμό, που δε ζητάει βοήθεια από κανέναν όταν παλεύει με τα τέρατα και δεν βγάζει τα μαύρα από πάνω της, στην πραγματικότητα, είναι ένα πλάσμα που δεν έχει ανάσα. Το έχει πει έτσι ακριβώς. Ενιωθε πως είχε νεκρωθεί. Δεν υπήρχε στ' αλήθεια, απλώς ανέπνεε. Ούτε γνώριζε ότι μπορεί να έχει τόση δύναμη, δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα έχανε το παιδί της και δεν θα πέθαινε η ίδια σε πέντε λεπτά. Δεν πέθανε, ναι, αλλά ζει - κι αυτή όπως κι όλες οι άλλες μάνες - με τον πιο επώδυνο, αλλόκοτο κι εφιαλτικό τρόπο, το «μετά» από εκείνη τη νύχτα. Τους νίκησε, ναι, αλλά δεν έχει το παιδί της. Την πρώτη φορά που την είδα, η εικόνα της χώρεσε αστραπιαία μέσα στο ίδιο κάδρο με εκείνη την άλλη μάνα που θρηνεί πάνω από τον δολοφονημένο απεργό γιο της, τον Μάη του '36. Και για τις δυο, αλλά και για όλες τις προηγούμενες, έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος αυτά τα λόγια στον «Επιτάφιο»: «Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε».
Υπάρχει ένα τραγούδι του Παύλου Φύσσα, τα «Ζόρια», που λέει κάπου: «Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα, με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία, Ελληνας κι ό,τι συνάδει αυτό, όχι μια σημαία».
Η μάνα του δε γίνεται να συμβιβαστεί με το ότι δεν θα τον ξανακούσει να τραγουδάει. Αγαπάει τόσο πολύ τα τραγούδια του και λίγο πιο πολύ ένα από εκείνα που έχει «πειράξει», τις «Αναμνήσεις», που κάπου λέει «Πώς να ξεχάσω την αγκαλιά της μάνας...». Η αγκαλιά της τώρα χωράει χιλιάδες παιδιά και όσο ζει θα παλεύει για να μη δοθεί σπιθαμή δημόσιου χώρου και λόγου στους φασίστες. Δεν είναι πια μόνο ό,τι γράφει η ταυτότητά της. Σε καιρό ειρήνης, είναι πλέον ένα σύμβολο στον αντιφασιστικό αγώνα. Ετσι τη σεβόμαστε, τη σκεφτόμαστε, την αγαπάμε, είναι δικός μας άνθρωπος, είναι οικογένειά μας.