Με ένα χρόνο καθυστέρηση, εξαιτίας της απειλής κυρώσεων από τις ΗΠΑ
Ολοκληρώθηκε την Παρασκευή το πρωί η κατασκευή του ρωσικού αγωγού «Nord Stream 2» που καταλήγει στη βόρεια Γερμανία, έργο που όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ, αλλά συνάντησε αντιδράσεις και στο εσωτερικό της ΕΕ ως ένα «γεωπολιτικό όπλο» της Ρωσίας.
Ο αγωγός ολοκληρώθηκε με περίπου ένα χρόνο καθυστέρηση, εξαιτίας απειλών για κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Τελικά Γερμανία και ΗΠΑ κατέληξαν πριν από λίγους μήνες σε συμβιβασμό, μεταξύ άλλων με «δεσμεύσεις» για «εγγυήσεις» και επενδύσεις σε «πράσινη» Ενέργεια στην Ουκρανία.
Να σημειωθεί ότι την ίδια μέρα συναντήθηκαν ο Ρώσος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Μαξίμ Ρεσέτνικοφ, και ο Γερμανός πρέσβης στη Μόσχα, Γκέζα Αντρέας φον Γκάιρε, εκφράζοντας το ενδιαφέρον για κοινά επιχειρηματικά έργα μεταφοράς υδρογόνου από τη Ρωσία στη Γερμανία, με επακόλουθη διαμετακόμιση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με τη ρωσική εταιρεία φυσικού αερίου «Gazprom», ο αγωγός αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία μέχρι το τέλος του έτους, με δυνατότητα να προμηθεύσει φέτος έως και 5,6 δισ. κυβικά μέτρα αερίου. Ο υποθαλάσσιος αγωγός - που διασχίζει τη Βαλτική δίπλα από τον «δίδυμο» αγωγό «Nord Stream 1» - θα μπορούσε να διπλασιάσει τις παραδόσεις ρωσικού αερίου στην Ευρώπη με έως και 55 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως.
Ιδιαίτερα αρνητικές οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις από τον «Nord Stream 2» αναμένεται να έχει η Ουκρανία, καθώς θα μειωθούν η διέλευση ρωσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας προς την Ευρώπη και η διαπραγματευτική της δύναμη έναντι της Ρωσίας.
Στο μεταξύ, ο Ουκρανός Πρόεδρος, Βολ. Ζελένσκι, αναφερόμενος στη σύγκρουση στο Ντονμπάς στα ανατολικά και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δεν απέκλεισε την πιθανότητα να ξεσπάσει πόλεμος με τη Ρωσία, προσθέτοντας ότι «είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί». Επίσης, ζήτησε ξανά ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, λέγοντας πως «το ΝΑΤΟ θα χάσει και η ΕΕ θα αποδυναμωθεί» αν δεν προχωρήσει η ευρωατλαντική ολοκλήρωση της Ουκρανίας.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ επέκτεινε για ακόμη έξι μήνες, έως τον Μάρτη του 2022, τις οικονομικές κυρώσεις σε 177 άτομα και 48 οντότητες της Ρωσίας, με φόντο τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία και την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.