Σάββατο 15 Απρίλη 2023 - Κυριακή 16 Απρίλη 2023
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τα 'Παγκόσμια' Γλυπτά / Τα Γλυπτά της 'Παγκοσμιοποίησης': Το Οικουμενικό Μουσείο Τότε και Τώρα

Στα χέρια των αντιπάλων της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα κυριαρχεί ο ισχυρισμός ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και τα καλλιτεχνικά του έργα δεν αποτελούν πολιτισμική ή εθνική περιουσία της σύγχρονης Ελλάδας αλλά παγκόσμια κληρονομιά που η φυσική θέση της είναι σε ένα αντίστοιχα παγκόσμιο ή αλλιώς οικουμενικό μουσείο. Το επιχείρημα αυτό είναι μέρος ενός μοντέλου που έχει μία παλιά και μία πολύ πρόσφατη ιστορία και με αυτές θα ασχοληθώ σήμερα.

Η σύγχρονη (μετά το 2000) νεκρανάσταση της γλώσσας της οικουμενικότητας στα πολιτισμικά πράγματα συμβαδίζει με την εδραίωση τη δεκαετία του '90 του καπιταλιστικού ηγεμονισμού και της αδελφικής σε αυτόν ρητορικής της παγκοσμιοποίησης. Οι επεκτατικές φιλοδοξίες και των δύο στο πεδίο του πολιτισμού αποκρυσταλλώνονται στο εμβληματικό τους σύμβολο, το λεγόμενο Οικουμενικό Μουσείο, και τη θεωρητική του παρουσίαση στην περίφημη Διακήρυξη περί της Σπουδαιότητας και της Αξίας του Οικουμενικού Μουσείου του 2002. Μια ματιά στα ιδρύματα που την υπογράφουν - 19 από τους σημαντικότερους μουσειακούς κολοσσούς στον κόσμο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μεγαθήρια πρώην αυτοκρατοριών - είναι αρκετή για να γίνουν αντιληπτές οι οφειλές των μουσείων αυτών στην ιστορία της αποικιοκρατίας και τον ιμπεριαλισμό. Την ίδια στιγμή που καταδεικνύεται η στενή σχέση σημερινών ιδρυμάτων (όπως η Τράπεζα της Αγγλίας) και πολιτικών θεσμών (σαν τη βρετανική μοναρχία) με την ιστορία του ρατσισμού και της δουλείας/δουλεμπορίου και κυρίως με τον πραγματικό πλούτο που έχει συσσωρευθεί στις χώρες που διαδέχθηκαν τις υπεύθυνες για αυτές τις αθλιότητες αυτοκρατορίες. η Διακήρυξη ήρθε προφητικά να θωρακίσει την πολιτισμική εκδοχή αυτού του πλούτου της αποικιοκρατίας ενάντια στα επιθετικά αιτήματα των κινημάτων «Απο-αποικιοποίησης» («Decolonize»).

Στη Διακήρυξη τα αποτυπώματα της διαμάχης γύρω από την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα βρίσκονται παντού. Εξίσου καταφανής είναι και η συμβολή του πρώην διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου (2002 - 2015), του ιστορικού της Τέχνης Neil McGregor. Προσαρμοσμένος καλά στις σημερινές παραμέτρους της διαμάχης, αυτός ο μουσειακός οικουμενισμός προς υποστήριξη της «έννοιας και της πραγματικότητας του μεγαλειώδους οικουμενικού μουσείου» έχει ταυτιστεί τόσο με τον κυρίαρχο λόγο περί παραμονής των Γλυπτών του Παρθενώνα, το ΒΜ και τον ίδιο τον McGregor που μετονομάστηκε πρόσφατα από κοσμο-οικουμενιστές θαυμαστές του σε «McGregorism» (βλ. David Aaronovitch στους «Times», 10 Αυγούστου 2022).

Ταυτόχρονα με τις διακρατικές συζητήσεις - φιάσκο για την επιστροφή που αναλύθηκαν στο προηγούμενο δοκίμιο, το διακύβευμα του οικουμενισμού παρουσιάστηκε τελευταία και σε ελληνικά δημοσιεύματα. Αφού διέγνωσε σωστά ότι ο λόγος αυτός «συνιστά τη ρίζα του προβλήματος», ο καθηγητής φιλοσοφίας Απόστολος Στείρης προσκάλεσε τους Ελληνες αναγνώστες της «Καθημερινής» να δώσουν στο θέμα την κατάλληλη προσοχή ώστε να «κατανοήσουμε την επίσημη βρετανική στάση» και να «απαντήσουμε πειστικά» σε αυτήν (13/7/2022). Καθώς συμφωνώ για τη σπουδαιότητα του θέματος και την ανάγκη κατανόησής του, θα ισχυριστώ ότι αυτή περνά μέσα από μία ανάλυση της γλώσσας της οικουμενικότητας που πρέπει να είναι αυστηρά κριτική και ιστορική (και όχι θεωρητική ή φιλοσοφική). και επιπλέον ότι πρέπει να συντελεστεί μέσα στα συγκεκριμένα υλικά, καλλιτεχνικά και μουσειακά πλαίσια στα οποία ανήκουν τα έργα τέχνης και όλη αυτή η συζήτηση για τη μοίρα των αποσπασμένων συλλογών (και όχι στα φιλολογικά και αφυλοποιημένα πλαίσια όπου ανήκουν οι γλώσσες και τα βιβλία που απασχόλησαν τον κ. Στείρη).

***

Η Διακήρυξη αποτελεί ένα κείμενο, το οποίο με συνέπεια στον ιδεολογικό του χαρακτήρα μετατρέπει κάθε πραγματικότητα με την οποία καταπιάνεται στο αντίθετό της. Εδώ, η αρπακτικότητα της αυτοκρατορίας μεταμφιέζεται σε ανιδιοτελή υπηρεσία σε όλη την ανθρωπότητα, η λεηλασία σε διάσωση, η βίαιη απόσπαση έργων από το αυθεντικό τους συγκείμενο στις χώρες προέλευσης σε ευγενή ένταξη στα νέα, ανώτερα συμφραζόμενα του μητροπολιτικού μουσείου μιας αυτοκρατορίας. Αυτές οι εξόφθαλμες παραποιήσεις είναι αναγκαστικές καθώς η εντολή της παγκοσμιότητας βρίσκεται στα θεμέλια των Οικουμενικών Μουσείων: Η συσσώρευση της υλικής κουλτούρας όλου του κόσμου στα αυτοκρατορικά μουσεία των πρώην αυτοκρατορικών μητροπόλεων είναι και σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσουν. Οπως παραδέχονται οι διευθυντές αυτών των μουσείων στη Διακήρυξη, οποιαδήποτε αφαίρεση ή «επαναπατρισμός» αντικειμένου «στενεύει την εστίαση» των μουσείων τους, μειώνει την ικανότητά τους να «παράγουν γνώση» και περιορίζει τη «συνεχή διαδικασία της επανερμηνείας» των αντικειμένων μέσα από αλληλεπιδραστικές σχέσεις, στις οποίες «κάθε αντικείμενο έχει τη δική του συμβολή». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε αφαιρείται από το Οικουμενικό Μουσείο αποτελεί εξ ορισμού υπαρξιακή απειλή στην οντότητά του, συρρίκνωση της υλικής του εποπτείας και της γνωστικής ή ερμηνευτικής του επάρκειας. Αποτελεί ντε φάκτο αποποίηση της συστατικής του ευρύτητας, προς όφελος μιας στενότητας που όχι μόνον το αναιρεί αλλά ανήκει σε ό,τι αυτό ακριβώς δεν είναι. δηλαδή σε όλα εκείνα τα λεγόμενα «εθνικά μουσεία»1 με τα οποία το οικουμενικό μουσείο βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση επιβίωσης.

Κάθε λέξη της Διακήρυξης και των δημόσιων λόγων που κτίζονται πάνω σε αυτήν ενάντια σε διεκδικήσεις επιστροφής έργων όπως τα Γλυπτά, αποκαλύπτει τη μοχθηρία της ιδέας αυτής και τη σκοτεινή της ιστορία. Η πολιτική γενεαλογία αυτών των πολώσεων πηγαίνει στην εποχή που τα Γλυπτά φτάνουν στην Αγγλία και εντάσσονται στον αυτοκρατορικό λόγο και συλλογές Τέχνης. Πολύ πριν πάρει την εκλεκτή του θέση στο αποικιακό και ιμπεριαλιστικό οπλοστάσιο, ο λόγος περί οικουμενικής ματιάς στα πράγματα είχε βέβαια έναν καθαρά ταξικό ρόλο. Στο πολιτισμικό επίπεδο, προσδιόρισε την κατεξοχήν ταξική σύγκρουση του 18ου αιώνα μεταξύ της δήθεν ανιδιοτελούς ματιάς των ανώτερων τάξεων που δεν είχαν ανάγκη να δουλεύουν και άρα διέθεταν μια πιο πλατιά ματιά στον κόσμο, σε αντίθεση με τις μυωπικές οπτικές των υπόλοιπων 'άξεστων' στρωμάτων. Στα μάτια των αριστοκρατικών ελίτ, το μεγαλύτερο αμάρτημα αυτών των πλεμπαίων ήταν ότι είχαν ανάγκη να εργάζονται: Διέπονταν έτσι από ατομικές έγνοιες και 'μικρόψυχα' συμφέροντα σχετικά με την επιβίωσή τους, τα οποία δεν τους άφηναν να έχουν την ίδια 'ευρεία' αντίληψη για τον κόσμο με τους κοινωνικούς ανωτέρους τους! Με παρόμοιο τρόπο, αυτό το ζηλευτό εργαλείο κοινωνικής διαίρεσης και ιδεολογικής κυριαρχίας συνεχίζει να προσδιορίζει την αντίθεση μεταξύ της ανώτερης παγκόσμιας και πανοραμικής οπτικής του οικουμενικού μουσείου και της δήθεν ευτελούς - και φυσικά υποδεέστερης - στενότητας των λεγόμενων εθνικών μουσείων.

***

Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα της βεβαρημένης γενεαλογίας αυτής της γλώσσας του οικουμενισμού (και φυσικά της σύνδεσής της με τον αναδυόμενο οριενταλισμό της εποχής) από το κρατικό κείμενο με το οποίο «ξεπλύθηκε», όπως είδαμε στο προηγούμενο δοκίμιο, η συλλογή Ελγιν τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1816. Στην καταληκτική παράγραφο της επίσημης Αναφοράς της Επιτροπής της Βουλής των Κοινοτήτων ξαναβρίσκονται άθικτες όλες οι συνιστώσες του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού της σημερινής Διακήρυξης. Αφού έκανε τις δέουσες συστάσεις στο Δημόσιο σχετικά με την επιβεβλημένη αγορά των Γλυπτών, η Επιτροπή πρόσθεσε ένα πραγματικό μανιφέστο αυτοκρατορικού εθνικισμού και πολιτισμικής αποικιοκρατίας. Εδώ είναι που θα τονιστεί ξανά το εγχείρημα της φροντίδας - «δεν υπάρχει καμιά άλλη χώρα που να είναι καταλληλότερη από τη δική μας ώστε να παράσχει ένα αξιοσέβαστο άσυλο» σε αυτά τα τραυματισμένα μνημεία. Εδώ, όμως, είναι που θα υπογραμμιστεί ότι τα Γλυπτά ανήκουν σε αυτούς που «γνωρίζουν πώς να τα σεβαστούν και να τα εκτιμήσουν», σε αντίθεση με αυτούς που, όπως οι Ελληνες 'ιθαγενείς' και οι Οθωμανοί ανατολίτες, δεν γνωρίζουν την αξία τους και δεν αξίζουν τη νομή τους. Σε επανάληψη του απίστευτου επιχειρήματος της Διακήρυξης ότι ο «οικουμενικός θαυμασμός για την ελληνική κλασική γλυπτική» και η διεθνής «σπουδαιότητά της» οφείλονται στις 'διασώσεις' έργων από τη βαρβαρότητα και το σκότος, η Επιτροπή δύο αιώνες πριν τόνιζε ότι, εκεί μόνον, στη βρετανική αυτοκρατορία, τα έργα αυτά της υψηλότερης Τέχνης «θα μπορέσουν να λάβουν τον θαυμασμό» αλλά και τα φώτα της «γνώσης που δικαιούνται». Και εκεί «θα μπορέσουν», συνεπώς, «ανταποδίδοντας» τη χάρη, να «λειτουργήσουν ως πρότυπα και παραδείγματα» ευγενούς ευαισθησίας και ανώτερης ευθυκρισίας. Με άλλα λόγια, το πολιτισμικό κεφάλαιο παράγει πολιτισμικό κεφάλαιο ή μάλλον ανεκτίμητη υπεραξία, τώρα με τη μορφή επιτέλους της απελευθέρωσης των Γλυπτών να εκπληρώσουν την ανώτερη κοινωνική, εκπαιδευτική και εκπολιτιστική αποστολή τους. Αυτό είναι το κυριότερο, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο και της πρόσφατης Διακήρυξης, δηλαδή μια υπόγεια, παραμελημένη αλλά πανίσχυρη σύνδεση μεταξύ γνώσης, χρήσης, αξιοποίησης, από τη μία, και της έννοιας της ιδιοκτησίας ως λειτουργίας, από την άλλη.

Παρόμοιες συγκλίσεις με τις παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην Αναφορά του 1816 και την τελευταία παράγραφο της Διακήρυξης το 2002 είναι ότι αυτά που περιγράφονται ως μελλοντικές ελπίδες στο κείμενο της Επιτροπής παρουσιάζονται σήμερα από τους διευθυντές ως ένα πια συντελεσμένο γεγονός. Κατά τ' άλλα, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα: Επαναλαμβάνεται η ίδια υπεροψία του κέντρου σε σχέση με τις 'βάρβαρες' χώρες στην περιφέρεια, και ο ίδιος εξαιρετισμός της αυτοκρατορίας. Αυτός ο πολιτισμικός αυτοκρατορισμός δεν είναι φυσικά βρετανική επινόηση: Στην παραπάνω της αναφορά, η Επιτροπή αντιγράφει σχεδόν αυτολεξεί ανάλογες δημόσιες τοποθετήσεις Γάλλων πολιτικών και καλλιτεχνών προς υπεράσπιση των διαβόητων αρπαγών από Ιταλία και Αίγυπτο, ενώ, παρά τους πολιτικο-στρατιωτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, είναι χαρακτηριστική και εύγλωττη η ένθερμη υπεράσπιση των πρωτοβουλιών του λόρδου Ελγιν από τον σημαντικό Γάλλο αρχαιολόγο και θεωρητικό των τεχνών Quatrem?re De Quincy. Ο οικουμενισμός αποκτά εδώ την κυρίαρχη ιδιότητά του ως μία ταξική έννοια με υπερ-αυτοκρατορικές αρμοδιότητες που υπερβαίνουν στενούς εθνικισμούς και συγκεκριμένες αυτοκρατορίες. Για τον κοσμοπολιτισμό του De Quincy και των ομοτράπεζών του, η πολιτισμική κληρονομιά είναι το προνομιακό πεδίο πάνω στο οποίο μπορούν οι αυτοκρατορίες να ξανασυνδεθούν στους κοινούς τους ταξικούς, αποικιακούς και 'εκπολιτιστικούς' σκοπούς.Αυτό ακριβώς δεν κάνει σήμερα και η Διακήρυξη;

***

Από αυτήν την ιστορικο-κριτική γωνία στην κατανόηση των προκλήσεων του οικουμενισμού σήμερα, η πρόσκληση του άρθρου της Καθημερινής στην «ελληνική πλευρά, αν θέλει να πείσει, (...) να απαντήσει και σε αυτό το επιχείρημα», δεν μπορεί να λάβει άλλη απάντηση πέρα από το ότι οι φτωχοί (σε 'παγκόσμιες' συλλογές) δεν έχουν τίποτε να απαντήσουν για τη 'φτώχεια' τους. αντιθέτως είναι οι άλλοι που πρέπει να απαντούν για τα πλούτη τους. Δύο πράγματα λοιπόν πρέπει να αναδειχθούν και να παραμείνουν στο πρώτο και δυναμικότερο επίπεδο αυτής της συζήτησης: Από τη μία, το ιστορικό και πολιτικό «πόθεν έσχες» του πολιτισμικού πλούτου των αυτοκρατοριών τους, και η ηθική φτώχεια αυτού του πλούτου. και από την απέναντι πλευρά, ο ουσιαστικός πλούτος της επιστημονικής ματιάς του ειδικού και του συγκεκριμένου, αυτού, δηλαδή, που στις αυτοκρατορικές θεωρήσεις της 'οικουμενικής ματιάς' παρουσιάζεται ως φτώχεια. Το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών πρέπει να αντιμετωπίσει ρητά τον αριστοκρατικό ντιλεταντισμό του ΒΜ, αντιπαραθέτοντας στα οικουμενικά μουσεία της οριζόντιας σαρωτικής ματιάς τον επαγγελματισμό της υλικής και ιστορικής συγκεκριμενικότητας των μουσείων και των ιδρυμάτων κατακόρυφης ιστορικής γνώσης με τοπικές ή ειδικές συλλογές στην κάθε χώρα ξεχωριστά. Η φράση του Colin Powell, του ενορχηστρωτή της εισβολής στο Ιράκ, η οποία ως γνωστόν κατέληξε σε μια ακόμη αξέχαστη 'οικουμενικοποίηση', τη λεηλασία του ιρακινού πολιτισμού και μουσείων, είναι ειρωνικά ταιριαστή στην περίπτωσή μας. «The onus of proof βρίσκεται στις πλάτες τους, όχι στις δικές μας». Εν ολίγοις, δεν πρέπει να αναλάβουμε το βάρος μιας απόδειξης που ξεκάθαρα βαραίνει τους άλλους. Μπορούμε, όμως, να αναλάβουμε να κάνουμε το φορτίο τους όλο και πιο ασήκωτο.

Παραπομπή

1. Ο όρος «εθνικά μουσεία» μεταφράζει ουδέτερα τον διεθνή όρο «national museum» και αναφέρεται όχι στην εθνοποιητική ή εθνικιστική φύση αυτών των μουσείων αλλά στην επιστημονική εξειδίκευσή τους σε τοπικές συλλογές μέσα στα όρια συνήθως του κάθε κράτους - έθνους όπου εδράζονται.

  • Το παρόν αποτελεί απόσπασμα ενός εκτενέστερου άρθρου. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο στο portal «902.gr».

Αρης ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ
Αναπληρωτής καθηγητής στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ