Ακόμα και με τα υποτιμημένα στοιχεία της ΕΕ, η χώρα μας καταγράφει μεγάλα ποσοστά στους δείκτες «υλικής και κοινωνικής στέρησης», που μετράνε την έλλειψη αναγκαίων για την επιβίωση αγαθών. Το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα είναι 13,5% επί του συνολικού πληθυσμού, που σημαίνει ότι περισσότεροι από τον 1 στους 10 βρίσκονται στο εύρος της «σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης», όπως αναφέρει η Γιούροστατ. Ο στατιστικός αυτός δείκτης μετράει το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από τα 13 αγαθά τα οποία θεωρούνται αναγκαία για να επιβιώσουν το άτομο και το νοικοκυριό. Η εικόνα αυτή είναι ενδεικτική της σχετικής και απόλυτης φτώχειας που μεγαλώνει στη χώρα μας και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαγική εικόνα που προσπαθεί να περάσει η κυβέρνηση, της ταυτόχρονης «ευημερίας» της οικονομίας και των λαϊκών νοικοκυριών. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: Οσο ευημερούν οι δείκτες της κερδοφορίας και των επενδύσεων, συστατικά στοιχεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στο πώς ζει ο λαός και πώς θα μπορούσε να ζει με βάση τις δυνατότητες της εποχής, την αύξηση της παραγωγικότητας και την τεράστια πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τα κέρδη των λίγων είναι το εμπόδιο για να ζήσει καλύτερα η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία και εκεί πρέπει να συγκεντρώσει τα αγωνιστικά πυρά της, δυναμώνοντας τη σύγκρουση παντού.