Ετσι και φέτος, σε απόλυτα μεγέθη έχουμε μια ελάχιστη αύξηση του προϋπολογισμού για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση κατά 55 εκατ. ευρώ. Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 2009 - 2010 οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί ήταν 182.700 και φέτος είναι 124.392 (2.798 λιγότεροι από πέρυσι), παρά τις υποσχέσεις του υπουργείου για προσλήψεις μετά από 12 χρόνια πλήρους αδιοριστίας. Οι προσλήψεις αναπληρωτών πέρυσι έφτασαν τις 52.263 συνολικά (χωρίς φυσικά να καλύψουν όλα τα κενά) και φέτος προϋπολογίζονται σε 41.900, αφήνοντας προφανώς πολλούς μαθητές ακάλυπτους, αφού τα Ολοήμερα ακόμα δεν είναι σε πλήρη λειτουργία, ενώ η Παράλληλη Στήριξη τείνει να εξαφανιστεί.
Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου», με 250 εκατ. για τις σχολικές υποδομές, είναι σκέτη κοροϊδία, αφού το ποσό δεν φτάνει ούτε για τις τουαλέτες των σχολείων και για σοβατίσματα, ενώ οι δαπάνες προς τους δήμους για συντηρήσεις κτιρίων έχουν περικοπεί πάνω από 50% την τελευταία δεκαετία, καθιστώντας τα απόλυτα επικίνδυνα.
Αλλά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση τα επιπλέον 30 εκατ. περίπου, που προβλέπονται σε σχέση με το 2024, είναι μείωση στην πράξη. Και απόλυτα, δηλαδή σε σχέση με πέρυσι, αφού δεν υπερκαλύπτουν την άνοδο του πληθωρισμού στις λειτουργικές δαπάνες για ρεύμα, θέρμανση, νερό, επισκευές, αναλώσιμα κ.λπ., και πολύ παραπάνω σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των πανεπιστημίων.
Στην εισηγητική έκθεση επίσης «διαφημίζεται» η αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος για τους φοιτητές των περιφερειακών πανεπιστημίων, κατά 500 ευρώ ανά έτος, με προβλεπόμενο συνολικό κόστος 15 εκατ. ευρώ. Στην ουσία όμως μιλάμε για αύξηση 40 ευρώ τον μήνα, η οποία έχει ήδη εξανεμιστεί από τις αυξήσεις των τιμών των ενοικίων και εν γένει του κόστους διαβίωσης. Κι αυτό την ώρα που παραμένει και επεκτείνεται η τεράστια υποστελέχωση και εμπορευματοποίηση όλων των υπηρεσιών της φοιτητικής μέριμνας, που υποχρεώνει τη λαϊκή οικογένεια προκειμένου να σπουδάσει τα παιδιά της να βάζει και πάλι το χέρι στην τσέπη.
Ξεχωριστά πρέπει να εξετάσουμε το θέμα του προσωπικού και των υποδομών των ΑΕΙ. Ενδεικτικό είναι ότι το 2024 καλύφθηκε μόλις 1 στις 4 αποχωρήσεις διδασκόντων - πλην Ιατρικών Σχολών. Ετσι, οι 1.000 θέσεις μόνιμου διδακτικού προσωπικού τις οποίες έχει ανακοινώσει το ΥΠΑΙΘ είναι κάτι λιγότερο από σταγόνα στον ωκεανό: Δεν καλύπτουν καν τις αποχωρήσεις, πόσο μάλλον τις τεράστιες απώλειες από το πάγωμα προσλήψεων της προηγούμενης δεκαετίας, κι αυτό την ίδια ώρα που έχουν πολλαπλασιαστεί τα προγράμματα σπουδών (μόνο τα μεταπτυχιακά τους φτάνουν τα 1.300) και γενικά οι ανάγκες των ΑΕΙ.
Οι ασυντήρητες κτιριακές εγκαταστάσεις και υποδομές έχουν αρχίσει να αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πτώση θαλάμου ασανσέρ στις φοιτητικές εστίες του ΑΠΘ, και με τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ να ζητά στην κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης να εισαχθεί νέο κριτήριο, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κόστος λειτουργίας και συντήρησης όλων των κτιριακών εγκαταστάσεων και υποδομών σύμφωνα με το συνολικό εμβαδό τους.
Κοινώς, και στην Παιδεία μιλάμε για άλλον έναν προϋπολογισμό μιζέριας και ακάλυπτων αναγκών...