Η αύξηση των ροών των ξεριζωμένων προσφύγων και μεταναστών έχει προκαλέσει την οριακή λειτουργία της κλειστής ελεγχόμενης δομής - φυλακής στη Σάμο. Από τις 3.664 θέσεις έχουν καλυφθεί οι 3.466, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πολλά προβλήματα. Τη δομή επισκέφτηκε προχτές ο υπουργός Μετανάστευσης - Ασύλου Ν. Παναγιωτόπουλος, ο οποίος «αναγνωρίζοντας» το πρόβλημα δήλωσε ότι «στόχος μας είναι από την επόμενη βδομάδα να φιλοξενούνται στη δομή της Σάμου λιγότερα από 3.000 άτομα», ενώ δεν παρέλειψε να υπερηφανευτεί για την αντιμεταναστευτική πολιτική που προωθεί σταθερά τις απελάσεις κατατρεγμένων ανθρώπων.
Μετά από διαδοχικές συναντήσεις που είχε με τοπικούς παράγοντες, είπε: «Αναγνωρίζουμε ότι η δομή στη Σάμο έχει υποστεί πίεση, ιδίως το τελευταίο διάστημα, συνεπώς είναι ανάγκη να συνεχιστεί η αποσυμφόρησή της, με τακτικές μεταφορές φιλοξενούμενων σε δομές της ενδοχώρας, σε δύο επίπεδα: Τόσο στα ασυνόδευτα ανήλικα όσο και στον γενικό πληθυσμό».
Σε δηλώσεις του σε τοπικά ΜΜΕ ο υπουργός τόνισε: «Για εμάς η ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτη, στόχος μας είναι η εντατικοποίηση των επιστροφών παράτυπων μεταναστών των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί προς τις χώρες προέλευσής τους». Επανέλαβε δηλαδή τη δέσμευση της κυβέρνησης για την ενίσχυση του συστήματος των λεγόμενων επιστροφών, όπως έχει βαφτιστεί το σύστημα που διώχνει από τη χώρα μας τους κατατρεγμένους, με στόχο - όπως έχει ισχυριστεί ο υπουργός - την αύξηση της ...ασφάλειας και της αποδοτικότητας της διαδικασίας ασύλου.
Ο Ν. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε τις συνεχείς προσπάθειες για τη λεγόμενη αποσυμφόρηση των νησιών και τη συνεργασία με τη Frontex για την υλοποίηση της στρατηγικής επιστροφών στις χώρες προέλευσης, δηλαδή του διωγμού των κατατρεγμένων από την ΕΕ. Οπως έχει δηλώσει πρόσφατα ο υπουργός, «οι επιστροφές υπήρξαν ανέκαθεν βασικό στοιχείο του σχεδιασμού μας, κάτι που επιβεβαιώνεται από τα επίσημα στοιχεία. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τέταρτη θέση πανευρωπαϊκά στον αριθμό επιστροφών απορριφθέντων αιτούντων άσυλο». Θύμισε δε ότι κατά το προηγούμενο έτος «επεστράφησαν» περίπου 7.000 άτομα, είτε μέσω απέλασης είτε μέσω των λεγόμενων «εθελούσιων επιστροφών».