Δειγματοληπτική έρευνα της ICAP καταγράφει στην περίοδο 1999-2002 συνεχή αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει και αγγίζουν τα 90 στα 100
Αντίστροφους δρόμους ακολουθούν η κατάσταση της οικονομίας με το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, καθώς χρόνο με το χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των νοικοκυριών που βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει ή να μένει στάσιμη. Η διάσταση αυτή φαίνεται ανάγλυφα και από τα στοιχεία δειγματοληπτικής έρευνας της ICAP που δημοσιοποιήθηκαν χτες. Τα στοιχεία αυτά μας πληροφορούν πως η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών στην περίοδο 1999-2002 πάει από το κακό στο χειρότερο, παρά την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας, την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει ότι οδηγεί στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Δίνοντας το στίγμα των ευρημάτων της έρευνας, η ICAP σημειώνει πως «παρά τη συνεχιζόμενη ικανοποιητική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα (...), οι εκτιμήσεις των νοικοκυριών για την πορεία της οικονομικής τους κατάστασης αλλά και οι προσδοκίες τους έχουν εισέλθει, μετά το 1999, σε καθοδική πορεία». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, πως στα τελευταία 2 χρόνια, σχεδόν τα 9 στα 10 νοικοκυριά θεωρούν πως τα οικονομικά τους επιδεινώθηκαν και η τάση της επιδείνωσης είναι ανοδική.
Από την έρευνα της ICAP, που έγινε μεταξύ 20 του Μάρτη και 30 του Απρίλη 2002 σε τυχαίο δείγμα 1.000 νοικοκυριών, προκύπτει μεταξύ άλλων:
Η έρευνα της ICAP κατέγραψε ως κυριότερη αιτία της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων νοικοκυριών, τόσο το 2001 όσο και φέτος, τον πληθωρισμό. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «παρά τις επιτυχίες της δεκαετίας του 1990 στο μέτωπο του πληθωρισμού, η αναζωπύρωσή του τα τελευταία 2 χρόνια έχει επηρεάσει αρνητικά την ευημερία και τις προσδοκίες των νοικοκυριών». Ενδιαφέρον έχουν και ορισμένα άλλα ευρήματα της δειγματοληπτικής έρευνας, όπως ότι: α) Μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός των νοικοκυριών, οι καταναλωτικές δαπάνες των οποίων ξεπερνούν τα εισοδήματά τους (από 27,5% το 2000 σε 20,5% το 2001) κυρίως με αύξηση του τραπεζικού δανεισμού και όχι συμπίεση στις δαπάνες. β) Οτι αυξάνεται ο αριθμός των απαισιόδοξων λόγω της χαμηλής αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων, των αυξημένων οικογενειακών αναγκών κλπ. γ) «Ο μόνος παράγοντας αισιοδοξίας στα νοικοκυριά είναι η αναμενόμενη εξεύρεση νέων πηγών εισοδήματος από εργασία, όπως απασχόληση και άλλων μελών, δεύτερη απασχόληση άλλων, κ.ά.»!