Είναι ένα πρόβλημα το οποίο απασχολεί δεκάδες χιλιάδες εργατικές οικογένειες και που για ακόμα μια φορά ολόκληροι μηχανισμοί δραστηριοποιούνται και ολόκληρο σκηνικό στήνεται από το ΠΑΣΟΚ, την κυβέρνηση και τη ΝΔ για τον εκμαυλισμό και την εξαγορά αυτών των ανθρώπων.
Τμήματα αυτών των εργαζομένων κινητοποιούνται (έκτακτοι διοδίων, συμβασιούχοι ΟΤΑ - «Ολυμπιακής», διαφόρων άλλων υπουργείων) και διάφορες πρωτοβουλίες και «πρωτοβουλίες» αναλαμβάνονται με στόχο τη λύση του προβλήματος και τη μονιμοποίηση αυτών των ανθρώπων.
Με αισχρό και κυνικό τρόπο προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αγωνία αυτών των ανθρώπων, να αξιοποιήσουν τις κινητοποιήσεις τους, να ψαρέψουν σε θολά νερά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Συνασπισμός, ο οποίος μέσω «πρωτοβουλιών» Αλαβάνου - Ευρωκοινοβούλιο, Λαφαζάνη - Εθνικό Κοινοβούλιο, Γκοτζαμάνη - ΕΚΑ κλπ. καλεί τους εργαζόμενους και κυρίως τους συμβασιούχους να αναπτύξουν δράση για την εφαρμογή από την ελληνική κυβέρνηση της οδηγίας 1999/70 του ΕΚ, από την οποία - όπως ισχυρίζονται - προκύπτει υποχρέωση μονιμοποίησης των συμβασιούχων, ειδάλλως θα υπάρξει καταδίκη της ελληνικής κυβέρνησης στα δικαστήρια, ακόμα και ποινή.
Από τη συγκεκριμένη οδηγία όχι μόνο δεν προκύπτει υποχρέωση μονιμοποίησης των συμβασιούχων, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Η συγκεκριμένη οδηγία αποτελεί υλοποίηση μιας από τις πιο αισχρές συμφωνίες μεταξύ των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών και των εργοδοτικών οργανώσεων σε απαιτήσεις των πολυεθνικών για την ελαστικοποίηση στην αγορά εργασίας.
Μια μικρή μόνο παρουσίαση από το περιεχόμενο της συγκεκριμένης οδηγίας αρκεί για να καταδείξει τον πραγματικό χαρακτήρα της.
Και αμέσως παρακάτω (παρ. 6): «Το ψήφισμα της 9 Φεβρουαρίου 1999, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση το 1999, καλεί τους κοινωνικούς εταίρους, σε όλα τα ενδεδειγμένα επίπεδα, να διαπραγματευτούν συμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων διευθετήσεων για ευέλικτη εργασία, με σκοπό να γίνουν οι επιχειρήσεις παραγωγικές και ανταγωνιστικές και να επιτευχθεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας».
Και παρακάτω: «Η παρούσα συμφωνία αφορά τις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών -μελών. Σχετικά με αυτό οι κοινωνικοί εταίροι επισημαίνουν τη δήλωση για την απασχόληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου το 1996, η οποία τόνισε μεταξύ άλλων την ανάγκη να καταστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πιο ευνοϊκά προς την απασχόληση, με την ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής προστασίας που θα μπορούν να προσαρμοστούν σε νέα πρότυπα εργασίας».
Και ας μη νομίσει κανείς ότι τα παραπάνω σημεία που καταγράφτηκαν είναι ό,τι χειρότερο αυτής της οδηγίας, υπάρχουν παράγραφοι ακόμα πιο αντεργατικοί και χειρότεροι.
«Οσον αφορά τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία πλαίσιο χωρίς να ορίζονται επακριβώς, η παρούσα οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να ορίσουν τους εν λόγω όρους σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή και τις εθνικές τους πρακτικές, όπως ισχύει για άλλες οδηγίες κοινωνικού χαρακτήρα που περιέχουν παρόμοιους όρους».
Αυτό το «μνημείο» αντεργατικών ρυθμίσεων και υποδείξεων καλεί ο ΣΥΝ τους συμβασιούχους να υιοθετήσουν και να απαιτήσουν την εφαρμογή του, κοροϊδεύοντάς τους μάλιστα ότι μέσα από αυτό κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εργασία.