«Αυτός ο υπέροχος πίνακας ήταν ένας από μία ομάδα έργων από τη συλλογή της τελευταίας βαρόνης Βατσέβα ντε Ρότσιλντ. Η ποιότητα των έργων ήταν μοναδική για μια τέτοια δημοπρασία και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ανταπόκριση της αγοράς, που αντέδρασε με μεγάλο ενθουσιασμό γεμίζοντας την αίθουσα ασφυκτικά και είδε τεράστιες τιμές να γράφονται στους ηλεκτρονικούς πίνακες. Ενας Αμερικανός συλλέκτης και έμπορος τέχνης ο Αλφρεντ Μπάντερ αγόρασε τον Ρέμπραντ που είχε εκτιμηθεί σε 4-6 εκατ. λίρες, ποσόν που τελικά δεν είχε καμιά σχέση με την τελική τιμή που έπιασε, καθιστώντας το έργο σαν το δεύτερο ακριβότερο που πουλήθηκε σε δημοπρασία Μεγάλων Δασκάλων. Την πρώτη θέση κατέχει το πορτρέτο του Κόζιμο των Μεδίκων από τον Potromo που πωλήθηκε το 1989 35,2 εκατ. δολάρια». Τότε γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα απορημένο.
«Α, για τον πίνακα του Ρέμπραντ μιλάς; - είπε και πρόσθεσε: Αλλά και αυτός ο χριστιανός, ο Αμερικανός συλλέκτης θέλω να πω, δεν μπορούσε να ανεβάσει την τιμή μιας εικοσιπεντάχρονης; Τι την ήθελε την εξηντατριάχρονη; Να του μαυρίζει την καρδιά;».
«Ελα ντε;» περιορίστηκα να απαντήσω, για να μην του πω κάτι πολύ βαρύ, κάτι που το είχα στα χείλη και με βία το κρατούσα, ότι και εκείνος με τις απόψεις του μου μαύριζε την καρδιά και όχι με την ηλικία του... Και δεν ήταν έργο τέχνης!