«Σμίγουν σε φιλιά τα στόματα / μέσα σε πλεξούδες από φλέβες / και όποιος για τον πόνο του πονάει / για πάντα θα πονάει / και όποιος το θάνατο φοβάται / πάντα μέσα του θα τον έχει» (Φρ. Γκ. Λόρκα)
«Πολλές φορές όταν βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο αναρωτιέμαι: Γιατί γράφω; Κι όμως, χρειάζεται, χρειάζεται η δουλιά. Να δουλεύουμε και να βοηθάμε. Να δουλεύουμε έστω κι αν στοχαζόμαστε πως η δουλιά μας είναι μάταιη. Να δουλεύουμε για διαμαρτυρία. Γιατί η εσωτερική μας παρόρμηση θα ήταν κάθε μέρα να κραυγάζουμε στον κόσμο πως είναι γεμάτος αδικίες και κάθε είδους αθλιότητες. Διαμαρτύρομαι», έλεγε ο Λόρκα.
Τον Απρίλη του 1936, ο Λόρκα ειρηνόφιλος υπογράφει, μαζί με άλλους Ισπανούς συγγραφείς, ένα ανθρώπινο μανιφέστο για την παγκόσμια ειρήνη. Στο ποίημά του λέει: «Το τραγούδι θέλει να γίνει φως / Στο σκοτάδι έχει κλωστές / από φεγγάρι και φώσφορο /. Πρέπει να υπάρχει ένας κόσμος / από ολάνοιχτα μάτια / από πικρές πληγές που καίνε / κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο / το δηλητήριο / και των θεάτρων του πολέμου, οι νεκροκεφαλές».
Μέσα απ' τις πορτοκαλιές γεμάτο ήλιο, όταν το αηδόνι τραγουδάει μέσα στον ελαιώνα, όταν το αίμα που λιώνει στου παραθυριού τα κρούσταλλα τις πεταλούδες, ο θερμός Ανδαλουσιάνος βάρδος, του έρωτα και της ζωής, κλείνει τα μάτια του, δολοφονημένος απ' το λοχαγό της φασιστικής πολιτοφυλακής Νεστάρες.
Ο Λόρκα ζει, κατά τους στίχους του Λατίνου ποιητή: «Ο ποιητής ποτέ δεν πεθαίνει / το μέρος του το κάλλιστο οπίσω του θα μείνει». Και το κάλλος του ποιητή είναι η ποίηση της ζωής των αγώνων. Ο ανθρωπισμός. Ο λόγος του Λόρκα. «Ο λόγος σου κανέναν / στην καρδιά του δεν αγγίζει / βαθιά απ' την καρδιά του αν δε βγει», έλεγε ο Γκαίτε στο «Φάουστ». Γι' αυτό ο Λόρκα μάς συγκινεί ακόμα.