Πέμπτη 5 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΜΟΣΧΑΤΟ - Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Ξαναμετρούν τις ξαναματωμένες πληγές...

Οργή και αγανάκτηση για την τρίτη συνεχόμενη καταστροφή, αλλά και φόβος για την επόμενη βροχή. Με αυτά τα συναισθήματα βρήκε το χτεσινό ξημέρωμα τους κατοίκους του Μοσχάτου, οι οποίοι, για άλλη μια φορά, βάλθηκαν να αδειάσουν τα πλημμυρισμένα σπίτια τους, να σώσουν ό,τι μπορούν από τα νοικοκυριά τους. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα βουτηγμένα στη λάσπη. Ανθρωποι κουρασμένοι, αλλά και «αρπαγμένοι» απ' το κακό που τους ξαναβρήκε, τα βάζουν με όλους. Βρίζουν τους αρμόδιους, οι πιο τολμηροί και αποφασιστικοί μιλάνε στις κάμερες και στους δημοσιογράφους, και άλλοι σιωπηλά προσπαθούν να ξαναστήσουν το βιος τους. Απλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες και μικροεπαγγελματίες στην πλειοψηφία τους -σιγά μη βλέπαμε τέτοιες εικόνες στις Κηφισιές και στις Εκάλες...

Στην οδό Σολωμού, ο «Ρ» συναντά τους κατοίκους, που είχε ξανασυναντήσει και στις πλημμύρες του Ιούλη. Οχι στην ίδια, αλλά σε χειρότερη κατάσταση.

Ο Χρ. Βλάχος είναι επιπλοποιός, και ακόμη δεν έχει πάρει δεκάρα για τις ζημιές που έπαθε το κατάστημά του τον Ιούλη: «Ηρθαν τα συνεργεία στο κατάστημά μου τότε, καταμέτρησαν τις ζημιές και πήγα τις αναφορές τους στο υπουργείο Βιομηχανίας, για να ζητήσω την ενίσχυση που υποσχέθηκε η κυβέρνηση. Ακόμη δεν έχω πάρει δραχμή. Δανείστηκα χρήματα για να ξαναφτιάξω τα μηχανήματά μου και τα είδα πάλι να καταστρέφονται από τη βροχή. Λεφτά άλλα δεν υπάρχουν, οι τράπεζες δε χαρίζουν, πιστεύω ότι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα».

Δίπλα ακριβώς στο μαγαζί του, η Ευ. Βόγλη έχει αποθήκη με υφάσματα. Σε αυτόν το χώρο είχε μεταφέρει τα εμπορεύματα που μπόρεσε να σώσει τον Ιούλη και τον Αύγουστο, αλλά και πάλι είδε τα νερά να καταστρέφουν την περιουσία της. «Οταν απευθύνθηκα στη Νομαρχία, για να πάρω την ενίσχυση που υποσχέθηκε η κυβέρνηση εκεί έμαθα ότι οι καταστροφές σε αποθήκες δεν καλύπτονται από την κρατική ενίσχυση. Οταν τους ρώτησα γιατί, μου απάντησαν ξερά "γιατί έτσι" και δε δέχτηκαν να με ακούσουν άλλο».

«Ούτε δάκρυ να κλάψω, ούτε φωνή για να φωνάξω»


Στην οδό Φλέμινγκ 6, η ιδιοκτήτρια, προσπαθεί να στεγνώσει τα λιγοστά υπάρχοντα που της έχουν απομείνει μετά από τρεις συνεχόμενες πλημμύρες. «Χτες τα νερά έφτασαν μέχρι τους 40 πόντους. Ούτε δάκρυ για να κλάψω έχει μείνει, ούτε φωνή για να φωνάξω. Ας μου πούνε να φύγω από το σπίτι», λέει αγανακτισμένη.

Το γεγονός αυτό, όμως, αποτελεί μόνο τη μια πλευρά της συνολικότερης κατάστασης. «Με τις 200.000 δραχμές αποζημίωση, όχι μόνο δεν μπορώ να φτιάξω το σπίτι μου, αλλά ούτε καν να πάρω καινούρια έπιπλα», συνεχίζει. Από την άλλη, για να ετοιμάσει τα χαρτιά για την αποζημίωση, απαιτείται, όπως μας είπε, μια ολόκληρη γραφειοκρατική διαδικασία (της ζητήθηκε ακόμη και η φορολογική δήλωση του 2002, η οποία ακόμη δεν έχει δοθεί!).

Στην οδό Πίνδου, ένας παππούς, επισκευάζει τα πρόχειρα «οχυρωματικά» στην είσοδο της αυλόπορτας. Ενα ξύλο κάθετα στο πεζοδρόμιο, για να συγκρατήσει, ό,τι είναι δυνατό. «Θα φτιάξω πεζούλι. Μόνο έτσι θα μπαίνουν λιγότερα νερά», μας λέει.

Σπίτια που μούχλιασαν

Οδός Κωνσταντινουπόλεως. Το υπόγειο του μπακάλικου του Ηλ. Θωμόπουλου πλημμύρισε για δεύτερη φορά. Το νερό έφτασε μέχρι τους 20 πόντους. Εκεί, έχει αποθηκευμένα τα εμπορεύματά του. «Στην πρώτη πλημμύρα, έχασα 3.000 κιλά κρασί και για αυτή την καταστροφή δεν πήρα ούτε μια δραχμή», μας λέει.


Φτάνοντας έξω από το ισόγειο σπίτι του 76χρονου Παναγ. Καλούμενου, που βρίσκεται στην οδό Πελοποννήσου, η κατάσταση που αντικρίζουμε είναι τραγική: Επιπλα ανακατεμένα, τα περισσότερα κατεστραμμένα. Το σπίτι μυρίζει μούχλα. Στους τοίχους, η υγρασία έχει σχηματίσει μεγάλες μαύρες κηλίδες. Το νερό έχει «ποτίσει» για τα καλά το σπίτι. «Είναι πια κατεστραμμένο. Τα θεμέλια έχουν πάθει ζημιά από το νερό. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε τα έπιπλα», σημειώνει.

Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται το σπίτι της Αννας Κοκκίνου, στο ισόγειο πολυκατοικίας, το οποίο θυμίζει περισσότερο τεχνητή λίμνη, μιας και όλο το σπίτι έχει πλημμυρίσει. «Ημουν στη δουλιά και όταν γύρισα βρήκα 25 πόντους νερό μέσα στο σπίτι. Μέχρι τις 4 το πρωί βγάζαμε μαζί με το γιο μου τα νερά», λέει. Λόγω της καταστροφής που έπαθε το σπίτι της στην πρώτη πλημμύρα, η Α. Κοκκίνου αναγκάστηκε - ξοδεύοντας 1.200 ευρώ - να αγοράσει καινούριες ηλεκτρικές συσκευές, που προχτές χάλασαν κι αυτές. Η κυβέρνηση, με το περίφημο διακοσαχίλιαρο δεν της έδωσε ούτε τα μισά!

Πώς θα πάνε σχολείο χωρίς ρούχα τα παιδιά;

Το διπλανό διαμέρισμα, βρίσκεται στην ίδια - αν όχι και χειρότερη - κατάσταση η Κυριακή Τζιαρτζίδη, που κατοικεί στο δυάρι μαζί με τα τρία παιδιά της, 16, 13 και 12 χρονών, βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Είναι χωρισμένη και όλα τα υπάρχοντά της καταστράφηκαν. «Χρειάζομαι καινούριο σπίτι, νέα έπιπλα και ρούχα, ενώ το ψυγείο είναι για πέταμα. Τα παιδιά μου, σε λίγο ξεκινάνε τα μαθήματα στο σχολείο και δεν έχω να τους πάρω ούτε ρούχα», λέει.

Ακόμη και ο Παιδικός Σταθμός της περιοχής πλημμύρισε, με αποτέλεσμα να μη δεχτούν χτες τα παιδιά. Η κατάσταση ήταν παρόμοια, σχεδόν σε κάθε δρόμο που διασχίσαμε κοντά στον Κηφισό. Αν κάτι μένει, είναι να μεταφέρουμε την αγανακτισμένη δήλωση μιας Μοσχατιώτισσας: «Για τις δεκαπέντε μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων, καταστρέφονται ολοκληρωτικά τρεις δήμοι: Ρέντης, Μοσχάτο και Φάληρο».

Το κράτος των εργολάβων


«Αυτό είναι το κράτος των εργολάβων», λέει η Χρ. Γεωργακοπούλου, «αυτοί είναι που παίρνουν τα δανεικά κι αγύριστα για να φτιάξουν έργα που μας πνίγουν. Για το αμάξι μου που εξαιτίας τους το έχασα, και που για να το πάρω έκανα το σκ... μου παξιμάδι, δε μου δίνουν δεκάρα τσακιστή. Το 'χω ακόμα παρατημένο στο συνεργείο από τον Ιούλη».

Η Δ. Παπαγιαννούλη δε σταματάει ούτε λεπτό να στολίζει με κοσμητικά επίθετα «τους εγκληματίες που πνίγουν τον κόσμο». «Ο γιος μου, μας λέει, έχασε το ταξί του στην πλημμύρα, με αυτό ζούσε την οικογένειά του. Του είπαν όμως οι αρμόδιοι (σ.σ. το πρόσωπό της παίρνει ύφος σχεδόν αηδίας λέγοντας αυτήν τη λέξη) ότι τα ταξί δε θεωρούνται επιχειρήσεις και δεν αποζημιώνονται».

Λίγο πιο πέρα, ο Γιάννης Καπαλίδης έρχεται προς το μέρος μας. Η ποντιακή του προφορά και τα δάκρυα στα μάτια του κάνουν πιο επιτακτικές τις λέξεις του. Σχεδόν σαν να διατάζει: «Είναι αλήτες, τ' ακούς; Να το γράψεις αυτό που σου λέω. Είναι αλήτες. Με βάζουν γέρο άνθρωπο να τρέχω από γραφείο σε γραφείο επί ένα μήνα για να πάρω τα 200 ψωροχιλιάρικά τους. Και τώρα πάλι τα ίδια... Κι αυτήν τη φορά λένε, δε θα μας δώσουν τίποτα...». Σε αυτό το σημείο η φωνή του «σπάει» και πλέον αρχίζει να μιλάει με λυγμούς. Οι γείτονες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. «Ελα μπάρμπα - Γιάννη, όλα καλά θα πάνε», του λέει η σπιτονοικοκυρά του. Ο μπάρμπα - Γιάννης μένει μαζί με τη γυναίκα του σε ένα δωματιάκι που νοικιάζει. Τα φέρνει «βόλτα» με τη σύνταξη του ΟΓΑ. «Ακόμα δεν είδαμε τα χειρότερα. Θα τα δούμε όταν χειμωνιάσει για τα καλά».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ