Κυριακή 29 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
ΑΥΣΤΡΙΑ
Κυβερνητική κρίση

Το ακροδεξιό κόμμα του Γιοργκ Χάιντερ, που βγήκε δεύτερο στις εκλογές του Νοέμβρη του 1999 (29%) και συμμετείχε στο σχηματισμό κυβέρνησης μαζί με τους συντηρητικούς της Αυστρίας (Λαϊκό Κόμμα) από τις αρχές του 2000, ευθύνεται εξίσου για την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους, τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταστροφή του συστήματος Υγείας και Παιδείας, τη διάκριση και βασανισμό των ξένων κλπ. Οι Φιλελεύθεροι έδειξαν, μάλιστα, ως κυβερνητικό κόμμα, πολύ σύντομα, ότι δεν είναι διαφορετικοί από τους άλλους στην εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων. Αντίθετα, παρότι ο αρχηγός τους, Γιοργκ Χάιντερ, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων, το κόμμα του εφάρμοσε την πιο αυστηρή και καταλυτική νεοφιλελεύθερη πολιτική από τα λεγόμενα παλιά κόμματα.

Η κυβέρνηση συνασπισμού των ακροδεξιών- λαϊκιστών και δεξιών κατέρρευσε. Τα σχέδια της αυτοαποκαλούμενης κυβέρνησης της αλλαγής - της αντιδραστικότερης από το 1945, όπως τονίζουν πολιτικοί παρατηρητές - πήραν κατά τη νύχτα της 8 προς 9 του Σεπτέμβρη μια δραματική στροφή. Η αντικαγκελάριος, Σουζάνε Ρισς-Πασέρ, ο υπουργός Οικονομικών, Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος, Πέτερ Βεστεντάλερ, παραιτήθηκαν. Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν και άλλες παραιτήσεις υπουργών του Φιλελεύθερου Κόμματος, δημιουργώντας έτσι κυβερνητική κρίση. Το ρήγμα όμως που προκλήθηκε ανάμεσα στο κυβερνητικό και μη κυβερνητικό μέρος του Φιλελεύθερου Κόμματος θα είναι μακράς διαρκείας.

Ο καγκελάριος, Βόλφγκαγκ Σίσελ (Λαϊκό Κόμμα), εξέφρασε τη λύπη του για την παραίτηση των υπουργών, την δέχτηκε και τόνισε: «Μερικοί που πιστεύουν στη βάση (εννοώντας τον Χάιντερ) νομίζουν ότι μπορούν να γονατίσουν μια επιτυχή κυβέρνηση». Ο Σίσελ, που ως κεντρικό σημείο της συνεργασίας του με τους Φιλελεύθερους θεωρεί τη διεύρυνση της ΕΕ, βλέπει να υπονομεύεται από τον Χάιντερ και τους σκληρούς του κόμματός του. Κατηγορεί τον Χάιντερ ότι αμφισβητεί το πρόγραμμα συνεργασίας που συμφώνησαν μαζί το 2000.

Η παράλογη πολιτική κατάσταση που δημιούργησε στην Αυστρία η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση των συντηρητικών και αντιδραστικών δεξιών, με ρεκόρ ανεργίας, οικονομική στασιμότητα, υπερβολική φορολογία και εισφορές, έγινε αφόρητη. Και προτού συμπληρώσει τη θητεία της κατέρρευσε. Δεν ανατράπηκε από αντιπολιτευόμενες «αριστερές» δυνάμεις, ούτε από αντίσταση των συνδικάτων, παρά ανατράπηκε από μόνη της. Και αυτό δεν προμηνύει κάτι καλό, γιατί δείχνει τη σημερινή έλλειψη προοπτικής μιας κοινωνίας που έχασε την ικανότητα μιας στοιχειώδους ορθολογιστικής συζήτησης και επικοινωνίας.

Η κοινωνία που δημιούργησε ψευδαισθήσεις και καλλιέργησε τον ατομικισμό στους πολίτες της μεταπολεμικά δεν παρέλειψε να δημιουργήσει σε κατάλληλους χρόνους και τους μάγους της. Ο Γιοργκ Χάιντερ είναι δημιούργημα των ισχυρών ιδεολογικών υπολειμμάτων της μεταπολεμικής εποχής, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και διάφορων πολιτικών για κατοχύρωση της κυριαρχίας τους. Με τον ανήσυχο και αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του, υποδύεται δύο βασικά ρόλους: Το ρόλο του σκιώδους καγκελάριου και του αντιπολιτευόμενου εκδικητή του εξαπατημένου απλού πολίτη.

Του πολίτη που εξαπάτησε για να κερδίσει την ψήφο του, με λαϊκίστικα συνθήματα σε γιορτές της μπίρας. Η αποδοχή όμως της πολιτικής του Φιλελεύθερου Κόμματος δε μετριέται από τα συνθήματα του Χάιντερ παρά από την κυβερνητική πολιτική του κόμματός του στη Βιέννη.

Μετά τις δημοτικές εκλογές στη Βιέννη, όπου η σοσιαλδημοκρατία ξαναπήρε πίσω τις χαμένες ψήφους της από το Φιλελεύθερο Κόμμα, άρχισε ο Χάιντερ να συναισθάνεται το δίλημμα της στρατηγικής του. Οι κραυγές του ενάντια στα συνδικάτα, στα ασφαλιστικά ταμεία κτλ., που «εμποδίζουν τους εργατικούς και αξιοπρεπείς πολίτες να προοδεύσουν», του έγιναν εφιάλτης. Είδε να χάνει την επίδρασή της η δημαγωγία του και στράφηκε ενάντια στους κυβερνητικούς στη Βιέννη, που «έχασαν κάθε επαφή με την εκλογική βάση» του κόμματός του. Μ' αυτή τη βάση (Haider-Fanclub, αυτό εννοείται στην Αυστρία) αποφάσισε να κάνει την πορεία προς τη Βιέννη. Με την πρόεδρο του κόμματός του, αντικαγκελάριο Ρισς-Πασέρ, δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει τη δύναμή του το Φιλελεύθερο Κόμμα. Μπαίνοντας στην «αστική ομαλότητα» έχασε την αίγλη του και επισφράγισε το τέλος του.

Ο Χάιντερ, με την απειλή της βάσης, ζητάει από την κυβέρνηση την εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης στα μέσα του 2003 και να ασκήσει «βέτο» ενάντια στην είσοδο της Τσεχίας στην ΕΕ, αν δε δεχτεί τους όρους για το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος από ατομική ενέργεια και των Μπένες Ντεκρέτε. Ακόμα, τους πληγέντες από τις πλημμύρες να τους αποζημιώσει από τα αποθέματα της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας.

Η κυβέρνηση, που ανέβαλε την εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης για ένα χρόνο, με σκοπό να αποζημιώσει τους πληγέντες, δεν είναι σύμφωνη να κάνει χρήση των αποθεμάτων και είναι ενάντια σε «βέτο» κατά της Τσεχίας. Για τη διευθέτηση των διαφορών θέλει να διαπραγματευτεί. Την αγορά των καταδιωκτικών αεροπλάνων θέλει να την πραγματοποιήσει, γιατί ξέρει πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα την ακυρώσουν, μια και το δήλωσαν, αν έρθουν στην εξουσία.

Στο Κνίτελφελντ της Στιρίας, όπου έγινε συνάντηση αντιπροσώπων, προσπάθησε ο απερχόμενος υπουργός Αμυνας, Χέρμπερτ Σάιμπνερ, να βρει μια συμβιβαστική λύση για να αποφευχθούν οι εκλογές (και να συνεχίσει το καταστρεπτικό έργο της η κυβέρνηση του συνασπισμού), μα στάθηκε αδύνατο.

Ο Χάιντερ δε σκόπευε να ανατρέψει την κυβέρνηση. Επρεπε να φθαρεί ακόμα περισσότερο. Μα η κινητοποίηση της βάσης, που είναι διαπαιδαγωγημένη σε αδυσώπητο συναγωνισμό και στο πέρασμά της σαρώνει, ξεπέρασε τις προσδοκίες του. Ζητούσε Χάιντερ αρχηγό του κόμματος, κεντρικό υποψήφιο της λίστας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, επιστροφή στην επιτροπή του συνασπισμού, διαγραφές και τιμωρίες. Αυτό όμως δημιούργησε το ρήγμα μεταξύ των κυβερνητικών και μη κυβερνητικών μελών του κόμματος.

Ο Γ. Χάιντερ στην αρχή δέχτηκε να ξαναπάρει στα χέρια του τον έλεγχο του κόμματος, μα όταν αντιλήφθηκε την αχαλιναγώγητη βάση, που επρόκειτο να παρασύρει και τον ίδιο, υποχώρησε. Παραιτήθηκε από κάθε ευθύνη, με τη δικαιολογία ότι τον απείλησαν και ότι κινδυνεύει η οικογένειά του αν ακυρωθεί η αγορά των καταδιωκτικών αεροπλάνων, πίσω από την οποία ισχυρίζεται πως βρίσκονται γνωστά μονοπώλια.

Η ουσία είναι πως ο Χάιντερ, που γνωρίζει πολύ καλά ότι οι επερχόμενες εκλογές, στις 24 του Νοέμβρη, επιφυλάσσουν στο κόμμα του αρνητικές εκπλήξεις, δε θέλει να φέρει άμεση την ευθύνη της αποτυχίας. Αφήνει άλλα στελέχη να διαχειριστούν τα πράγματα. Γιατί το Φιλελεύθερο Κόμμα, που έχει αναπτυχθεί πάνω στα «πτώματα» των μελών του, χρειάζεται τέτοια και στο μέλλον. Κι αυτά θα είναι πιθανόν τα σημερινά ενεργά στελέχη του.


Θανάσης ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ