Κυριακή 6 Οχτώβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΕΣ - ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2002
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και Αλιεία

Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΛΠ) της ΕΕ, έχει δύο βασικούς στόχους που υλοποιούνται με τα σχετικά επιχειρησιακά κοινοτικά προγράμματα, μέσω των οποίων προωθείται πιο έντονα από πριν, η εκμετάλλευση του αλιευτικού πλούτου από το μεγάλο κεφάλαιο. Ο πρώτος στόχος αφορά στη συρρίκνωση της θαλάσσιας αλιείας και τη συγκέντρωσή της σε λίγα μεγαλοεπιχειρηματικά χέρια. Και ο δεύτερος την ανάπτυξη, κύρια των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών και τη μετατροπή της παράκτιας ζώνης σε ιδιωτικό χώρο των μεγάλων υδατοκαλλιεργητικών επιχειρήσεων.

Στα πλαίσια αυτών των στόχων προσαρμόστηκαν οι αντίστοιχες υπηρεσίες του υπουργείου Γεωργίας και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, με σκοπό να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα και για λογαριασμό του μεγάλου κεφαλαίου τα κοινοτικά αλιευτικά προγράμματα.

Από το πρώτο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας (ΕΠΑΛ) 1994-1999, φάνηκαν ξεκάθαρα οι προθέσεις της ΕΕ για το μέλλον της Αλιείας στη χώρα μας. Από τα 102,06 δισ. δραχμές του προγράμματος, το 36,5% δόθηκε στις υδατοκαλλιέργειες και το 22,7% στη μεταποίηση και εμπορία των αλιευμάτων. Αντίθετα, τα κονδύλια που είχαν προορισμό τους ψαράδες, στην πλειοψηφία τους αφορούσαν στη διάλυση των αλιευτικών σκαφών, όπου δόθηκε το 21,3% του προγράμματος και μόνο το 11,9% αφορούσε στην ανανέωση και εκσυγχρονισμό του αλιευτικού στόλου.

Τα αποτελέσματα του πρώτου Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας (ΕΠΑΛ), είναι ιδιαίτερα αρνητικά για τη θαλάσσια αλιεία και τους ψαράδες και ταυτόχρονα πολύ ευνοϊκά για το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο και τις μεγάλες επιχειρηματικές υδατοκαλλιέργειες, κύρια τις ιχθυοκαλλιέργειες.

Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται από ορισμένα βασικά στοιχεία της αλιείας που αφορούν στην περίοδο 1994-1999, οπότε εφαρμόστηκε αυτό το πρόγραμμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η θαλάσσια αλιευτική παραγωγή που αφορά κυρίως τους μικρομεσαίους ψαράδες μειώθηκε από 206.958 τόνους το 1993 στους 159.000 τόνους το 1999. Ενώ την ίδια περίοδο η αλιευτική παραγωγή των ιχθυοκαλλιεργειών αυξήθηκε από 11.500 τόνους σε 37.300 τόνους και η παραγωγή οστράκων από 16.374 τόνους σε 28.000 τόνους. Συνέπεια αυτών των αλλαγών, αλλά και της αύξησης των αναγκών της εγχώριας αγοράς σε αλιεύματα, ήταν η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου αλιευμάτων από 57.000 τόνους το 1993, σε 96.000 τόνους το 1999.

Ωστόσο, παρά τα αρνητικά αποτελέσματα του πρώτου ΕΠΑΛ, η ίδια πολιτική συνεχίζεται και με το δεύτερο ΕΠΑΛ, όπου με πρόσχημα την προστασία του εναλίου πλούτου επιταχύνεται η διάλυση των αλιευτικών σκαφών και η μετατροπή της παράκτιας ζώνης σε τσιφλίκια των μεγάλων υδατοκαλλιεργητικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν εξαγοράσει πολλές μικρές επιχειρήσεις. Από το συνολικό κονδύλι των 207,17 δισ. δραχμών του δεύτερου ΕΠΑΛ, τη μερίδα του λέοντος 38,5% θα πάρουν οι υδατοκαλλιεργητές, μεταποιητές και έμποροι, 20% θα δοθεί για διαλύσεις σκαφών και μόνο 11,5% θα έχει στόχο τον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών σκαφών.

Αυτή η αλιευτική πολιτική που αποφασίζεται και με τη συμμετοχή της χώρας μας στα αρμόδια κοινοτικά όργανα, εφαρμόζεται από τις αντίστοιχες υπηρεσίες του υπουργείου Γεωργίας και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Δηλαδή, οι νομαρχιακές υπηρεσίες έχουν καθαρά διαχειριστικό, εφαρμοστικό ρόλο αυτής της αντιαλιευτικής πολιτικής. Ακόμα και σε θέματα επενδύσεων, το Νομαρχιακό Συμβούλιο έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα, η Κεντρική Διοίκηση κάνει την επιλογή και αποφασίζει η αρμόδια υπηρεσία Αλιείας της ΕΕ.

Ο περιορισμένος διαχειριστικός ρόλος των υπηρεσιών αλιείας των ΝΑ τις υποβαθμίζει και τις εξαρτά άμεσα από την Κεντρική Διοίκηση. Δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να μεταβιβάζει μέρος των ευθυνών της στις ΝΑ και να τις κάνει συνένοχες της κυβερνητικής πολιτικής, αποπροσανατολίζοντας με τον τρόπο αυτό τους ψαράδες. Ο αποπροσανατολισμός των ψαράδων και η υποταγή των ΝΑ στην κυβέρνηση, είναι μεγαλύτερος όταν το Νομαρχιακό Συμβούλιο και ο νομάρχης ευθυγραμμίζεται με την κυβερνητική πολιτική, την εξωραΐζει και δεν αποκαλύπτει τον ταξικό της προσανατολισμό.

Είναι προφανές ότι τέτοια Νομαρχιακά Συμβούλια και νομάρχες δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μικρομεσαίων ψαράδων, αλλά τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστικών αλιευτικών και ιχθυοκαλλιεργητικών επιχειρήσεων. Αντίθετα, οι μικρομεσαίοι ψαράδες χρειάζονται Νομαρχιακά Συμβούλια και νομάρχες οι οποίοι θα συγκρούονται με την αντιαλιευτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, θα αποκαλύπτουν το χαρακτήρα της και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί και το κυριότερο, θα συμβάλουν στην ανάπτυξη των αγώνων των μικρομεσαίων ψαράδων για να ανατραπεί αυτή η αλιευτική πολιτική.

Τα νομαρχιακά ψηφοδέλτια, που στηρίζει το ΚΚΕ μαζί με άλλες δυνάμεις, θεωρούν θεμελιακό στοιχείο του προγράμματός τους, τη δέσμευση να αντισταθούν στην αντιαλιευτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ. Αυτή η δέσμευση τα ξεχωρίζει από τα άλλα ψηφοδέλτια, που με τον ένα ή άλλο τρόπο υπόσχονται εξωραϊσμό και διαχείριση της αντιαλιευτικής πολιτικής.

Το αμείλικτο ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει στις Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές ο μικρομεσαίος ψαράς είναι: Θα δώσει την ψήφο του στις δυνάμεις που θέλουν το ξεκλήρισμά του και τη μετατροπή των νησιών σε τόπους θερινών διακοπών όπου πάλι άλλοι μεγαλοεπιχειρηματίες θα κερδίζουν ή θα αντισταθεί και θα ενισχύσει τις δυνάμεις που θέλουν την ανάπτυξη της αλιείας με κριτήρια τη συμβολή της στην υγιεινή διατροφή του ελληνικού λαού, την πραγματική προστασία του αλιευτικού πλούτου, την εξασφάλιση βιώσιμου εισοδήματος στους ψαράδες, την ολόπλευρη ανάπτυξη και την κοινωνική και οικονομική αναζωογόνηση των νησιών.


Του
Θανάση ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ
Ο Θ. Καλογερογιάννης είναι ιχθυολόγος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ