Γενικώς, θα λέγαμε ότι και στα δύο είδη των αστυνομικών μυθιστορημάτων, σημασία έχει περισσότερο η πλοκή που οφείλει να διεγείρει τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα το κέντρο βάρους να πέφτει στη δράση, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το υφολογικό στοιχείο. Ομως, και στα δύο αυτά είδη κυρίαρχο στοιχείο είναι ο ψυχολογικός παράγοντας τόσο του θύματος, όσο και του θύτη, τόσο στην ανάλυση μιας ψυχοσύνθεσης όσο και σε ορισμένα χαρακτηριστικά που αναδεικνύουν τον συγκεκριμένο ψυχισμό των ηρώων...
Στην περίπτωση του βιβλίου της Πατρίτσια Χαϊσμίθ «Βαθιά νερά», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Ροές», σε μετάφραση Γιώργου Τασσόπουλου, ελάχιστα από τα προαναφερθέντα ισχύουν.
Η Χαϊσμίθ, η «ποιήτρια του δέους», όπως την αποκάλεσε ο εξαιρετικός Αγγλος συγγραφέας Γκράχαμ Γκρην, παρατηρεί την αμερικανική κοινωνία και εισχωρεί αργά, αλλά σταθερά και μεθοδικά, στα άδυτα της ψυχής ενός άνδρα. Ενός άνδρα με καλούς και ευγενικούς τρόπους με βαθιά μόρφωση και καλλιέργεια, ενός φίλου αγαπητού σε όλους. Ενός τρυφερού πατέρα, ενός εργοδότη γενναιόδωρου, ενός περιφρονημένου, αλλά άψογου συζύγου. Η Μελίντα, η γυναίκα του, του συμπεριφέρεται με τρόπο απερίγραπτο και εξευτελιστικό, τόσο που κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται: τι είδους γυναίκα είναι αυτή, που όχι μονάχα προτιμά να καταφεύγει σε ξένες αγκαλιές, αλλά που έχει το θράσος να τις φέρνει και να τις επιβάλλει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Μια γυναίκα που αδιαφορεί και για τον άνδρα της και για την κόρη της; Μια νέα όμορφη γυναίκα που το μόνο που έχει στο νου της είναι οι προσωπικές ερωτικές και εφήμερες σχέσεις; Ηλίθιες σχέσεις. Στην αρχή ο αναγνώστης μένει άναυδος με την ιώβεια υπομονή του Βικ, με την καλοσύνη του, την πραότητά του, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει αυτή την απίστευτη γενναιοψυχία που συγχωρεί τα ασυγχώρητα, τη μανία του να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Αλλά μετά αρχίζει να τον καταλαβαίνει ή εν πάση περιπτώσει να νομίζει ότι τον καταλαβαίνει, επειδή η συγγραφέας τον κατανοεί και τον εξηγεί. Είναι, άραγε, ο Βικ παρανοϊκός ή παρανοεί σιγά - σιγά, εξαντλώντας όλα τα αποθέματα της αντοχής του και εγκληματεί; Πάσχει από μια σύγχρονη νεύρωση που μοιάζει με ανίατη μεταδοτική νόσο, ή μήπως είχε τόσο πιστέψει στην ψυχική του υγεία, που αγνόησε έγκαιρα τα μηνύματα που τον απειλούσαν; Δε θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με σιγουριά. Ενα είναι βέβαιο ότι τούτο το «αστυνομικό» μελαγχολικό μυθιστόρημα είναι εξαιρετικό και αναγκάζει τον αναγνώστη να κολυμπήσει σε «βαθιά νερά...».