Σχετική ρύθμιση προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, ενόψει της δίκης των κατηγορούμενων στην υπόθεση της «17Ν». Απαγορεύεται επίσης η παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων
Στο νομοσχέδιο «Σύσταση Σώματος Επιθεώρησης και Ελέγχου των Καταστημάτων Κράτησης», που παρουσίασε χτες ο υπουργός Δικαιοσύνης Φ. Πετσάλνικος, περιλαμβάνεται διάταξη (άρθρο 12), σύμφωνα με την οποία οι Διοικητικές Ολομέλειες του Δικαστηρίου των Εφετών στις περιπτώσεις σοβαρών δικών που έχουν παραπεμφθεί στο δικαστήριο, θα ορίζουν από τα μέλη τους αριθμό δεκαπλάσιο από τον απαιτούμενο, για τη συγκρότηση του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων θα κληρωθούν ο πρόεδρος (από τους προέδρους εφετών) και τα σύνεδρα μέλη (από τους εφέτες). Δηλαδή στην περίπτωση της δίκης της «17Ν» από την Ολομέλεια των Εφετών θα επιλεγούν 30 δικαστές, εκ των οποίων θα κληρωθούν οι τρεις για να ανεβούν στην έδρα του δικαστηρίου. Επίσης, η οικεία Ολομέλεια των Εισαγγελέων Εφετών θα επιλέγει πέντε εισαγγελείς, μεταξύ των οποίων θα κληρώνεται ο εισαγγελέας της έδρας. Η σύγκληση της Διοικητικής Ολομέλειας πραγματοποιείται για την επιλογή των δικαστών τουλάχιστον 10 ημέρες πριν από την κλήρωση της σύνθεσης.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο νομοσχέδιο δεν αναφέρονται καθόλου τα κριτήρια με βάση τα οποία θα επιλέγονται οι προς κλήρωση δικαστές. Μιλώντας στους δημοσιογράφους ο υπουργός Δικαιοσύνης, και δικαιολογώντας την αναγκαιότητα της ρύθμισης, επικαλέστηκε τυχόν προβλήματα υγείας, υπηρεσιακή επιβάρυνση κλπ. Αντίθετα, ο γενικός γραμματέας Ι. Γαβρίλης ήταν πιο αποκαλυπτικός, όταν είπε ότι υπάρχουν άριστοι δικαστές που χειρίζονται πολιτικές υποθέσεις, οι οποίοι ενδεχομένως σε ποινικές υποθέσεις υστερούν. Να επισημανθεί ότι και με το υπάρχον σύστημα, περιπτώσεις δικαστών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, υπηρεσιακή επιβάρυνση κλπ., μπορούν να εξαιρεθούν από την κλήρωση.
Νομικοί κύκλοι αποδίδουν σκοπιμότητα στις αλλαγές στην κλήρωση των δικαστών, ενώ θεωρούν ότι ο τρόπος αυτός ενέχει τον κίνδυνο να γίνεται διαχωρισμός των δικαστών σε επαρκείς και μη επαρκείς, αρεστούς και μη αρεστούς.
Με άλλη διάταξη του νομοσχεδίου (άρθρο 8) απαγορεύεται «η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοφώνηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ' εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν οι εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον». Δηλαδή, γίνεται σαφές ότι τα τηλεοπτικά μέσα βγαίνουν για πάντα από τις αίθουσες των δικαστηρίων.
Μέχρι τώρα επιτρεπόταν η παρουσία ραδιοτηλεοπτικών μέσων στη διάρκεια της δίκης και μόνο όταν το ζητούσαν οι διάδικοι, το δικαστήριο μπορούσε να την απαγορεύσει. Βέβαια, σε αρκετές χώρες της Ευρώπης υπάρχει γενική απαγόρευση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στις δίκες (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Ιταλία και Βέλγιο), ενώ σε άλλες επιτρέπεται μετά από άδεια του δικαστηρίου και υπό προϋποθέσεις. Στις ΗΠΑ υπάρχει καθολική απαγόρευση.
Στη χώρα μας έχουν παρουσιαστεί αρκετές φορές σοβαρά προβλήματα με τον τρόπο κάλυψης δικών από τηλεοπτικούς σταθμούς, μέσα στη γενικότερη αθλιότητά τους. Ομως ρύθμιση που προωθείται τώρα και επιβάλλει ουσιαστικά την πλήρη απαγόρευση, αποσκοπεί στη διεξαγωγή της πολύκροτης δίκης «17Ν» με τρόπο που βολεύει τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, αλλά και των διάφορων κέντρων εγχώριων και μη που εμπλέκονται.