Αυτή ήταν η μικρή ιστορία της Κατίνας, που μαζί με άλλους ξεριζωμένους ήρθε να εγκατασταθεί στον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου, σε μια μονοκάμαρα με κουζίνα, για να αναστήσει εκεί το μικρό Πάνο, πότε δουλεύοντας στις καπναποθήκες και πότε κάνοντας την παραδουλεύτρα στα πλουσιόσπιτα της πόλης.
Η ζωή κυλούσε για τη γυναίκα γεμάτη στερήσεις και βάσανα και όταν κάποτε μεγάλωσε ο Πάνος της και είπε να γελάσει λίγο και το δικό της χείλι, ήρθαν νέες συμφορές: Ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα.
Οι συνεργάτες όμως των κατακτητών, «χίτες», «ραλλικοί» και άλλα αποβράσματα, είχαν βάλει στο μάτι το μοναχοπαίδι της Κατίνας. Και καθώς σουρούπωνε, την παραμονή των Χριστουγέννων του '43, το πυροβόλησαν και το σκότωσαν, εκεί μπροστά στο σπίτι του. Η μάνα άκουσε τους πυροβολισμούς και πετάχτηκε έντρομη έξω. Κι όταν είδε το γιο της να ξεψυχάει, έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και έχασε τον κόσμο από μπροστά της. Μέρες αργότερα συνήλθε βέβαια από το σοκ, αλλά ποτέ δεν επανήλθε στον κόσμο της πραγματικότητας. Τα λογικά της είχαν σαλέψει για πάντα...
Το πρωί της παραμονής, εμείς τα παιδιά της γειτονιάς παίρναμε σβάρνα τα σπίτια για να πούμε τα κάλαντα, αλλά στο σπίτι της κυρα- Κατίνας δεν πλησιάζαμε. Ισως φοβόμασταν λίγο τη σαλεμένη γυναίκα, ίσως λογαριάζαμε πως δεν είχε και τίποτε σπουδαίο να μας φιλέψει και προσπερνούσαμε το φτωχικό της. Μόνον κάτι άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές που δεν την ήξεραν χτυπούσαν και τη δική της πόρτα για να ψάλουν το «Καλήν ημέραν...». Και αυτή δεχόταν καλόκαρδα τους μικρούς ψαλμωδούς, αλλά ζητούσε από αυτούς να περάσουν το απόγευμα, σαν θα σουρούπωνε, να τραγουδήσουν. «Τότε να 'ρθείτε, παιδιά - έλεγε. Τότε που θα έχει γυρίσει και ο Πάνος μου απ' έξω. Να σας ακούσει κι αυτός και να χαρεί η ψυχούλα του»!