Κυριακή 5 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τα στεγαστικά δάνεια

Στην περίοδο 1994-1999 τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 168,6% ή κατά 1.237 δισ. δραχμές

Η μεγάλη αύξηση των στεγαστικών δανείων - και γενικά των δανείων για αγορά, ανέγερση, επισκευή κατοικιών - φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που παραθέτουμε στον πίνακα. Από 734,4 δισ. δραχμές που ήταν το ανεξόφλητο υπόλοιπο στεγαστικών δανείων το 1994, τινάχτηκαν στα 1.553,2 δισ. δραχμές το 1998, για να φτάσουν το Νοέμβρη του 1999 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) στο ποσό των 1.972,3 δισ. δραχμών. Παρατηρείται, δηλαδή, στην εξεταζόμενη περίοδο (1994 - Νοέμβρης 1999) μια αύξηση των στεγαστικών δανείων κατά 168,6% ή κατά 1.237,9 δισ. δραχμές. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το μερίδιο των στεγαστικών δανείων σαν ποσοστό στο σύνολο των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε από 15,7% το 1994, σε 17,1% το 1999.

Η μεγάλη αύξηση του ανεξόφλητου υπόλοιπου των στεγαστικών τραπεζικών δανείων για την απόκτηση (αγορά, ανέγερση ή επισκευή) στέγης δεν οφείλεται στο ότι μειώθηκαν κατακόρυφα και έγιναν πολύ φτηνά τα στεγαστικά δάνεια. Η εκρηκτική άνοδος των στεγαστικών δανείων οφείλεται κυρίως:

  • Πρώτον, στην απελευθέρωση των ενοικίων, που ανάγκασε πάρα πολλούς μισθοσυντήρητους να επιδιώξουν την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης, αξιοποιώντας τον τραπεζικό δανεισμό.
  • Δεύτερον στα «πανωτόκια», που για πάρα πολλούς δανειολήπτες αποδείχτηκαν καταστροφικά. Εχουμε υπόψη μας ένα μεγάλο αριθμό νοικοκυριών από τα πλατιά λαϊκά στρώματα (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, βιοτέχνες) που είχαν πάρει στεγαστικό δάνειο, αλλά στην πορεία του χρόνου δεν μπόρεσαν να πληρώσουν κάποιες δόσεις του δανείου (είτε επειδή έμειναν άνεργοι, είτε επειδή ξεκληρίστηκαν από τη γη που καλλιεργούσαν, είτε επειδή χρεοκόπησε η βιοτεχνία ή το μαγαζάκι τους), με συνέπεια το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο...
  • Στην πολύχρονη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, που αποδείχτηκε καταστροφική για πολλά νοικοκυριά, τα οποία είχαν πάρει στεγαστικά δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο από τις τράπεζες για όλη τη διάρκεια του δανείου (15 ή 25 χρόνια) και στην πορεία του χρόνου η διάρκεια επιδότησης του επιτοκίου περιορίστηκε στο μισό της διάρκειας του δανείου.

Μια ματιά στη διαχρονική εξέλιξη των επιτοκίων, στην εξεταζόμενη περίοδο, δείχνει πως τα επιτόκια στεγαστικών δανείων (σταθερό και κυμαινόμενο) - που στην ουσία ακολουθούν την πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδας - μειώθηκαν γύρω στο 55% ή κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε το κυμαινόμενο επιτόκιο για δάνεια κατοικίας της ASPIS BANK, το οποίο από 21,5% που ήταν στις 20 Γενάρη 1995 είχε περιοριστεί πέρσι το Δεκέμβρη στο 12,5% και την 1η Φλεβάρη 2000 διαμορφώθηκε στο 11,75%.

Από μια πρώτη ματιά, η μείωση φαντάζει μεγάλη. Αν όμως συγκριθεί το ποσοστό μείωσης των επιτοκίων στεγαστικών δανείων με το ποσοστό μείωσης του πληθωρισμού και των καταθέσεων (στοιχεία που επηρεάζουν καθοριστικά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων), θα διαπιστώσουμε ότι στην εξεταζόμενη περίοδο το χάσμα μεγάλωσε. Με δεδομένο ότι το Γενάρη του 1995 τα επιτόκια στεγαστικών δανείων ήταν 21,5%, ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 11,1% και τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου 13,7%, προκύπτει ότι πριν 5 χρόνια τα επιτόκια στεγαστικών δανείων ήταν 93,7% πάνω από τον πληθωρισμό και 56,9% πάνω από τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου. Σήμερα (Φλεβάρης 2000), που το επιτόκια στεγαστικών δανείων είναι 11,75%, ο πληθωρισμός τρέχει με ρυθμό 2,7% και τα επιτόκια καταθέσεων μόλις 7%, προκύπτει ότι τα επιτόκια στεγαστικών δανείων είναι 335,2% πάνω από τον πληθωρισμό και 67,9% πάνω από τα επιτόκια καταθέσεων. Με απλά λόγια, η σύγκριση των στοιχείων που παραθέσαμε, βεβαιώνει ότι το χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια στεγαστικών δανείων και τον πληθωρισμό ή τα επιτόκια καταθέσεων μεγάλωσε, σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων, αφού τα στεγαστικά δάνεια έγιναν ακριβότερα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ