H ξεχωριστή φωνή του, που φιλοξενούσε στα πατήματα και στις αναπνοές της τα αρώματα της ποίησης του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου - τα μεγάλα τραγούδια του, οι αγώνες του για τη δημοκρατία τον έχουν καταξιώσει στο Πάνθεον των αξέχαστων. Πρότυπο ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, πάλλεται ανέπαφη, δεκαετίες μετά το τελευταίο «αντίο».
Ποτέ άλλοτε τραγουδιστής δεν πέρασε από το δημοτικό τραγούδι στο λόγιο, όχι μόνο χωρίς απώλειες, αλλά, αντίθετα, με δάφνες γενικής αναγνώρισης, συμπάθειας και δικαίωσης. Μέσα σε μια δεκαετία, κάλυψε τεράστια ποσότητα έργου υψηλής ποιότητας και καθολικής παραδοχής. Τραγούδησε Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Κυριολεκτικά, δέσποσε στη δεκαετία του '70, σηκώνοντας στις πλάτες του το προοδευτικό τραγούδι στα χρόνια της δικτατορίας και στις αρχές της μεταπολίτευσης.
Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά - μαζί με την Μαρία Δημητριάδη - στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.
H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια». Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.
Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Και στη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Ξυλούρης θα εκδηλώσει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».
Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Τον Οκτώβρη του 1977 συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου.
Τον Ξυλούρη θα τον βρούμε πάντα και μόνο εκεί που υπάρχει αυθεντικότητα, τιμιότητα, μεγαλοψυχία! «Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, γύρω σε κάθε βήμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα... πολύ κρύο εφέτος.... Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα. Και αύριο θα γίνουμε ακόμη πιο απλοί... Εμείς, αδελφέ μου, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ' τον κόσμο. Εμείς, αδελφέ μου, τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».