Την αμέσως επόμενη μέρα εκδήλωσαν την πλήρη αλληλεγγύη τους στις ΗΠΑ οι κυβερνήσεις 5 κρατών - μελών της ΕΕ και 3 κυβερνήσεις χωρών υπό διεύρυνση. Σε αυτές προστέθηκαν άλλες δέκα άμεσα ή έμμεσα υποψήφιες για διεύρυνση ευρωπαϊκές χώρες, αμέσως μετά την παρουσίαση των υποτιθέμενων στοιχείων ενοχής του Ιράκ από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ στο ΣΑ του ΟΗΕ.
Οι δεκαοκτώ έδωσαν αφορμή για τις δηλώσεις αξιωματούχων των ΗΠΑ για «νέα Ευρώπη», με ισχυρότερους δεσμούς διαπλοκής με τις ΗΠΑ, σε σχέση με την ΕΕ. Γίνεται, επίσης, φανερό πως στο εσωτερικό της ΕΕ, οι ΗΠΑ επιδρούν σ' αυτή τη φάση πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι ο γαλλογερμανικός άξονας, φανερώνοντας ταυτόχρονα αδυναμία έκφρασης κοινής θέσης της ΕΕ, σε σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης για κοινή θέση της ΕΕ, φάνηκε να ευοδώνεται, με το αποτέλεσμα της έκτακτης Συνόδου Κορυφής στις 17 Φλεβάρη, και την κοινή ανακοίνωση των 15, που επίσης φέρνει πιο κοντά στη συμφωνία για πολεμική επιδρομή στο Ιράκ.
Αυτή η προσπάθεια επιδίωκε τη σύγκλιση των απόψεων, με βάση την κοινή συνισταμένη της επιβολής ενός καθεστώτος προτεκτοράτου στο Ιράκ και στην ουσιαστική αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, διατηρώντας, όσο αυτό είναι δυνατό τα προσχήματα και το ήδη χαμένο γόητρο της Ενωμένης Ευρώπης. Την ιδιοποίηση από την ΕΕ ενός μέρους της λείας μίας τέτοιας ενέργειας και τη συμπόρευση της ΕΕ με τις ΗΠΑ,σε μία όσο το δυνατόν αναίμακτη επέμβαση και τη συμμετοχή της σε ένα καθεστώς ανοιχτής ή συγκεκαλυμμένης κατοχής του Ιράκ και των πετρελαϊκών του αποθεμάτων και πηγών. Βεβαίως, δεν πέρασε επίσης ούτε ένα 24ωρο από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής και την κοινή ανακοίνωση των «15» για τον πόλεμο στο Ιράκ, και φάνηκε ότι η κοινή ανακοίνωση δεν κατάφερε να αμβλύνει τις αντιθέσεις. Ο Γάλλος Πρόεδρος Ζακ Σιράκ προσπάθησε να επιβάλει «σιωπή» στα νέα κράτη - μέλη της ΚΑ Ευρώπης, εξαιτίας της «επιπόλαιης συμπεριφοράς τους», ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ δήλωσε ότι «αυτοί που θέλουν να απομακρύνουν την Ευρώπη από την Αμερική παίζουν επικίνδυνο παιχνίδι» και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) Κ. Σημίτης αναγνώρισε δημόσια ότι «οι διαφορές συνεχίζουν να υπάρχουν» και θα 'ταν «εξωπραγματικό» να μην αναγνωριστούν.
Η συμπαράσταση των 18 αυτών ευρωπαϊκών χωρών στις ΗΠΑ αναδεικνύει όμως με τον πιο έντονο τρόπο τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, την όξυνση των συγκρούσεων.
Δε φαίνεται, δε, να είναι τυχαίο ότι το χρονοδιάγραμμα του «οδικού χάρτη» ένταξης των 7 χωρών της διεύρυνσης του ανανεωμένου NATO, που αποφασίστηκε στην Πράγα προβλέπει ημερομηνίες ένταξης που προηγούνται των ημερομηνιών ένταξης των χωρών αυτών στην ΕΕ, όπως, άλλωστε, έγινε και με τις 3 πρώτες χώρες διεύρυνσης του NATO.
Ο απειλούμενος, λοιπόν, πόλεμος έχει πολλαπλούς στόχους που δεν περιορίζονται στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και των ενεργειακών δρόμων. Ούτε καν στον έλεγχο μιας σημαντικής γεωπολιτικά περιοχής όπως είναι αυτή της Μέσης Ανατολής και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Δημιουργεί, κυρίως, νέες σχέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, και ίσως νέες συμμαχίες, αλλά και την επιδίωξη των ΗΠΑ να ενισχύσουν τη θέση τους στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Γι' αυτό και πολλοί αναγνωρίζοντας τόσο ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να ξεπεράσουν την κρίση σε βάρος των άλλων εταίρων - αντιπάλων τους όσο και ότι προωθούν μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στην οποία θα έχουν τον κυρίαρχο ρόλο, μίλησαν ανοιχτά για πόλεμο των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράκ, αλλά και ενάντια στην ΕΕ.
Αυτό δικαιολογεί επίσης και την επιφυλακτική στάση του γαλλογερμανικού άξονα, που, ενώ δε διαφωνεί επί της ουσίας ούτε για τους στόχους του πολέμου, ούτε για τη χρήση του πολέμου σαν μέσου επίτευξης των ιμπεριαλιστικών στόχων ουσιαστικά δεν μπορεί να αποδεχτεί ανεπιφύλακτα τον ουσιαστικό παραμερισμό του στις διεθνείς εξελίξεις. Οι προτάσεις του δε στηρίζουν μια αντιπολεμική στάση ούτε φυσικά αποτελούν έπαλξη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Οι προτάσεις αυτές προσβλέπουν ουσιαστικά, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα έχουν μέχρι στιγμής δει το φως της δημοσιότητας, σε μια «ειρηνική» κατοχή του Ιράν, χωρίς να απορρίπτουν την απαράδεκτη αντίληψη προληπτικού πολέμου και την επέμβαση στα εσωτερικά τρίτων χωρών μόνο που δεν αποδέχονται τις μονομερείς αποφάσεις και επιθυμούν τη δική τους συμμετοχή σε αυτές.
Η ΕΕ, ο ευρωπαϊκός αυτός οικονομικός γίγαντας που παρενέβαινε με όλο και αυξανόμενες απαιτήσεις στη διεθνή σκακιέρα για την εκμετάλλευση των εργαζομένων και του παγκόσμιου πλούτου, φαίνεται ότι οικονομικά πολιτικά και στρατιωτικά δεν έχει αποκτήσει τη δύναμη που θα την οδηγήσει σε γενική αμφισβήτηση της ιμπεριαλιστικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ.
Η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ και η ενίσχυση της στρατιωτικής της μηχανής μπορεί ίσως και να αποκαταστήσει ισορροπίες ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αντικειμενικά όμως θα σημαίνει δυσμενέστερους όρους για τους αγώνες του λαϊκού κινήματος, που θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τη συνολικά ενισχυμένη στρατιωτική και διωκτική δύναμη του μεγάλου κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να αποκλείεται, (ιστορικά έχει αποδειχτεί), και η πολεμική αντιπαράθεση στρατών διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κρατών, ή συνασπισμών.
Γι' αυτό, μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις της 15ης Φλεβάρη πρέπει να κλιμακωθεί η αντιιμπεριαλιστική αντιπολεμική δράση, να ενισχυθεί μέσα στο κίνημα αποφασιστικά η εναντίωση συνολικά στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα ΗΠΑ και ΕΕ, χωρίς εκπτώσεις και επιλογές μεταξύ «καλών» και κακών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Πρέπει να γίνουν άλλο ένα έναυσμα για την ανάπτυξη ενός πλατιού αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, που θα μάχεται για την ειρήνη ενάντια σε όλες τις λογικές του πολέμου, για τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαών ενάντια στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.