Πέμπτη 13 Μάρτη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 33
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
«ΑΘΗΝΑ 2004»
Υπέρογκες και χαριστικές αποζημιώσεις

Σύμφωνα με όσα αναφέρει έκθεση επιτροπής του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων πήραν πάνω από 400 εκατ. δραχμές ως αποζημιώσεις, χωρίς να δικαιούνται!

Παπαγεωργίου Βασίλης

Τον σκανδαλώδη και προκλητικό τρόπο με τον οποίο κυβέρνηση και ηγεσία της «Αθήνα 2004» χειρίζονται τα οικονομικά της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων αποδεικνύει η έκθεση της τριμελούς Επιτροπής του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο «Ρ» συνεχίζει την αποκάλυψη των στοιχείων αυτής της έκθεσης, που αφορούν σε χαριστικές αποζημιώσεις οι οποίες δόθηκαν σε στελέχη της «Αθήνα 2004» που απολύθηκαν. Τεράστια ποσά, που μόνο για τέσσερις περιπτώσεις υψηλόβαθμων στελεχών ξεπερνούν τα 400 εκατομμύρια δραχμές και που, όπως αναφέρουν στην έκθεσή τους οι δικαστές, καταβλήθηκαν «χωρίς να υπάρχει νόμιμη σχετική υποχρέωση».

(Χτες, ο «Ρ» δημοσίευσε τα στοιχεία της έκθεσης που αναφέρονται σε παράνομες και παράτυπες προσλήψεις γενικών διευθυντών και διευθυντών της «Αθήνα 2004» και μάλιστα με υπέρογκους μισθούς. Υπενθυμίζεται ότι στην έκθεση των ελεγκτών δεν αναφέρονται τα ονόματα των περιπτώσεων που έχουν εξεταστεί παρά μόνο τα αρχικά τους και η ιδιότητά τους).

«Δεν εδικαιούτο αποζημίωση»

Στην έκθεση της Τριμελούς Ελεγκτικής Επιτροπής με τίτλο «Χαριστική αποζημίωση αποχωρησάντων μισθωτών», αναφέρονται οι εξής περιπτώσεις:

«Κ.Μ.: Με την από 11-9-1998 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (από 26-3-1998 έως 25-3-2005) προσλήφθηκε ως Γενικός Διευθυντής και Διευθύνων Σύμβουλος της ΟΕΟΑ, οι δε αποδοχές του καθορίστηκαν με την ΚΥΑ 2004/266/5-8-1998 στο ποσό των 70.000.000 δρχ. ετησίως ήτοι 5.000.000 επί 14 μήνες). Σύμφωνα με όρο της εν λόγω συμβάσεως, σε περίπτωση μονομερούς εκ μέρους της εταιρίας πρόωρης λύσεώς της χωρίς σπουδαίο λόγο, ο μισθωτός θα εδικαιούτο ως αποζημίωση τις αποδοχές του απομένοντος μέχρι της λήξεώς της χρόνου. Σημειώνεται ότι ο όρος αυτός απηχεί το πνεύμα της κρατούσης δικαστηριακής νομολογίας. Με το από 3-7-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφωνήθηκε η "κοινή συναινέσει" λύση της συμβάσεως αυτής και η καταβολή στο μισθωτό αποζημιώσεως 212.653.000 δρχ. μετ' αφαίρεση του φόρου 120.000.000 δρχ. Στον ΟΑΕΔ ανακοινώθηκε ότι ο μισθωτός αποχώρησε οικειοθελώς. Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή με την εκδοχή της "κοινή συναινέσει" λύσεως της συμβάσεως, είτε με την εκδοχή της οικειοθελούς αποχωρήσεώς του, ο ειρημένος δεν εδικαιούτο αποζημίωση».

«Καμία πειστική εξήγηση ή δικαιολογία»

«Γ.Λ.: Με την από 30-10-1998 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε ως Γενικός Διευθυντής Κατασκευής Ολυμπιακών Εργων, αντί του ποσού των 3.050.000 μηνιαίως. Σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμβάσεως, σε περίπτωση αναίτιας καταγγελίας της από τον εργοδότη μετά την 1-7-1999, ο μισθωτός θα εδικαιούτο αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 2,5 ετών, για την καταβολή της οποίας όμως θα έπρεπε, κατά τα συμφωνηθέντα, να προηγηθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση περί μη συνδρομής σπουδαίου λόγου αναγομένου στο πρόσωπο του μισθωτού. Είχε επίσης συμφωνηθεί ότι την ίδια πιο πάνω αποζημίωση θα εδικαιούτο ο μισθωτός και στην περίπτωση μονομερούς, βλαπτικής για το μισθωτό μεταβολής από τον εργοδότη των όρων της ως άνω συμβάσεως εργασίας, εφόσον όμως τούτο ήθελε βεβαιωθεί δικαστικώς.

Μετά τη μεταφορά με νόμο της αρμοδιότητας κατασκευής των Ολυμπιακών Εργων σε άλλο φορέα (από την ΟΕΟΑ) προτάθηκε στον εν λόγω μισθωτό η ανάληψη απ' αυτόν εφεξής καθηκόντων Διευθυντή, διότι προφανώς εκρίθη ότι η διατήρηση στην ΟΕΟΑ υπηρεσιακής μονάδας σε επίπεδο Γενικής Διευθύνσεως με το ανωτέρω αντικείμενο δεν ήταν πλέον αναγκαία. Μετά την απόρριψη της προτάσεως αυτής από το μισθωτό, αποφασίσθηκε η κοινή συναινέσει λύση της συμβάσεως από 30-6-2000, με την καταβολή όμως αποζημιώσεως 55.000.000 δρχ. (βλ. το από 24-3-2000 σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό). Σημειώνεται πάντως, ότι στον ΟΑΕΔ ανακοινώθηκε ότι αποχώρησε οικειοθελώς από την Εταιρία. Είναι δε προφανές ότι και υπό τις δύο ως άνω εκδοχές ο αποχωρήσας μισθωτός δεν εδικαιούτο αποζημίωση. Αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί είναι αυτή καθεαυτή η συγκεκριμένη αντισυμβατική συμπεριφορά, ως εταιρική επιλογή, γιατί με τα σχετικά έγγραφα δεν παρέχεται καμία πειστική εξήγηση ή δικαιολογία».

«Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί»

«Ν.Κ.: Με την από 16-5-2000 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από 1-6-2000 ως Διευθυντής Επικοινωνίας της εταιρίας με μηνιαίο μισθό 2.150.000 δρχ. Με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε επίσης ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως από μέρους της εταιρίας για λόγο μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του μισθωτού και, εφόσον ο τελευταίος είχε συμπληρώσει έξι μήνες υπηρεσία, θα εδικαιούτο αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους. Η σύμβαση καταγγέλθηκε αναιτίως από την εταιρία από 3-8-2000 και η νόμιμη (όχι συμβατική) αποζημίωση ήτοι δραχμές 2.508.333 κατατέθηκε υπέρ του απολυθέντος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στις 9-8-2000.

Η καταβολή μόνο της νόμιμης αποζημίωσης ήταν δικαιολογημένη τον προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας, ούτως ώστε να δικαιούται την κατά πολύ μεγαλύτερη συμβατική. Ο μισθωτός άσκησε αγωγή κατά της Εταιρίας ζητώντας να κηρυχτεί άκυρη ως καταχρηστική (μη οφειλόμενη σε οικονομικοτεχνικούς λόγους ή πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων του μισθωτού) η απόλυσή του και να του επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας 30.100.000 δρχ., άλλως κατ' άρθρο 207 ΑΚ, να θεωρηθεί ως πλασματικώς πληρωθείσα η αίρεση της εξάμηνης υπηρεσίας αυτού, καθόσον η Εταιρία κακοπίστως προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως προκειμένου να εμποδίσει την πλήρωση της ως άνω αιρέσεως και να του επιδικαστεί το ως άνω ποσό ως (Συμβατική) αποζημίωση καταγγελίας. Κατόπιν τούτων, η εταιρία υποχρεώθηκε σε συμβιβασμό με τον οποίο κατέβαλε στον απολυθέντα το ποσό των 15.000.000. Είναι προφανές ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εάν δεν ελάμβανε χώρα η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της».

«Χαριστική αποζημίωση»

«Ν.Π.: Με την από 14-10-1998 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από 1-12-1998 ως διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών με μηνιαίο μισθό 2.200.000 δρχ. και άλλες συναφείς παροχές ανάλογα με την εκάστοτε ισχύουσα πολιτική μισθών του εργοδότη. Σύμφωνα με όρο της ανωτέρω συμβάσεως, σε περίπτωση αναίτιας καταγγελίας αυτής από τον εργοδότη, ο μισθωτός θα εδικαιούτο αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους αν η καταγγελία γίνει μέχρι 1-6-1999 και δύο ετών αν η καταγγελία γίνει μετά την 1-6-1999. Η αποζημίωση αυτή περιορίζεται στο ποσό της νομίμου, κατά τις κείμενες διατάξεις, αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα του μισθωτού και η καταβολή της προϋποθέτει αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας απαιτείται τρίμηνη έγγραφη προειδοποίηση. Περαιτέρω και κατόπιν προαγωγής του ανωτέρω σε Γενικό Διευθυντή Διοικητικών Υπηρεσιών (που όπως εκτίθεται σε άλλο σημείο του πορίσματος αυτού ήταν αντικανονική και μη νόμιμη), τροποποιήθηκε αναλόγως η ανωτέρω σύμβαση εργασίας από 17-4-2000 με την, από 26-4-2000 όμοια σύμβαση, που προσαρτήθηκε στην παλαιά και αναπροσαρμόστηκαν οι μεικτές αποδοχές του σε 3.100.000 μηνιαίως, διατηρούμενης κατά τα λοιπά σε ισχύ της ανωτέρω αρχικής σύμβασης.

Με νεότερη συμφωνία που καταρτίστηκε με χωριστά έγγραφα (βλ. επιστολή μισθωτού της 31-8-2000 και απάντηση του Διευθύνοντος Συμβούλου Π.Σ. της 1-9-2000) και εγκρίθηκε με απόφαση του ΔΣ της 1-9-2000 αποφασίσθηκε η "κοινή συναινέσει" λύση της ανωτέρω συμβάσεως από 15-10-2000, με ταυτόχρονη καταβολή στο μισθωτό εφάπαξ αποζημίωσης, της οποίας το καθαρό ποσό μετά την αφαίρεση του φόρου θα ανήρχετο σε 40.000.000 δραχμές. Η συνολική από το λόγο αυτό επιβάρυνση της εταιρίας ανήλθε σε 45.009.653 δρχ. Είναι προφανές ότι η ανωτέρω δαπάνη ως υποχρέωση της εταιρίας δεν πηγάζει ούτε από τους όρους της οικείας συμβάσεως, που δεν τηρήθηκαν οπωσδήποτε, ούτε από τις κείμενες σχετικές διατάξεις, ούτε από δικαστική απόφαση και συνεπώς, η καταβολή της είναι χαριστική».


Κώστας ΠΑΣΑΚΥΡΙΑΚΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ