Ο ρατσισμός δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο. Για τη Λατινική Αμερική, μάλιστα, αποτελεί, σύμφωνα με τον Περουβιανό κοινωνιολόγο Χοσέ Κάρλος Λουσιάνο, ένα σοβαρό αναπτυξιακό πρόβλημα
Σύμφωνα με μία μελέτη της Διααμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης που έγινε το 1996, το 31% από τα 490.000.000 κατοίκους της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής είναι μαύροι ή λεγόμενοι μιγάδες. Οι κοινότητες των μαύρων ανήκουν, σε όλες αυτές τις χώρες, μεταξύ των πιο φτωχών.
Από τα 9,5 εκατ. Αφρικανούς που έγιναν σκλάβοι στη Λατινική Αμερική, πάνω από το ένα τρίτο μεταφέρθηκε στη Βραζιλία. Η θρησκεία τους, οι χοροί τους και η μουσική τους οροθετούνται ως σημαντικά συστατικά στοιχεία της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ομως, η ποιότητα ζωής των Αφροβραζιλιάνων κινείται στα ίδια επίπεδα με αυτήν των φτωχότερων αφρικανικών εθνών. Παρά το ότι ένα μεγάλο ποσοστό των Βραζιλιάνων - σύμφωνα με εκτιμήσεις, μεταξύ 42 και 60% - είναι αφρικανικής καταγωγής, πολλοί αποσιωπούν αυτή την κληρονομιά.
Το όριο ζωής για τους μαύρους και τους μιγάδες βρίσκεται στα 59 χρόνια, ενώ για τους υπόλοιπους Βραζιλιάνους βρίσκεται στα 65 χρόνια. Το ένα τρίτο των μαύρων εργατών δεν παίρνει ούτε καν τον κατώτατο μισθό. Ενώ μαύρες γυναίκες κερδίζουν, κατά μέσο όρο, μόνο τα μισά από αυτά των λευκών γυναικών. Επιπλέον το 29% των Αφροβραζιλιάνων γυναικών δε γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση.
Στη συνέχεια, ο Περουβιανός κοινωνιολόγος σημειώνει ότι η έλλειψη προόδου στην καταπολέμηση του ρατσισμού έχει σχέση με το γεγονός ότι οι μαύροι, σχεδόν, δεν εκπροσωπούνται στην επίσημη πολιτική, αν και η κατάληψη δημοσίων θέσεων από έγχρωμους δεν είναι εγγύηση και για κάποια αλλαγή. Η πλειοψηφία των αγγλόφωνων κρατών της Καραϊβικής κυβερνάται από μαύρους, ωστόσο, οι τελευταίοι δε συνεισφέρανε ιδιαίτερα στη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης του πληθυσμού τους.
Ενα παράδειγμα για τα παραπάνω είναι το νησί - κράτος Τρινιδάδ και Τομπάγο, που από την ανεξαρτησία το 1962 μέχρι το 1995 κυβερνάται από μαύρους. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει να κυριαρχεί μεγάλη φτώχεια σε αυτήν τη χώρα. Ενώ οι μαύροι κυβερνώντες επικέντρωναν την προσοχή τους στη διατήρηση της εξουσίας, ο λευκός πληθυσμός αφιερωνόταν στο εμπόριο, σε έναν τομέα, που κατέχουν μέχρι και σήμερα. Και στο Μπαρμπάντος, μια χώρα με σχετική ευημερία και ένα Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν πάνω από 6 δισ. δολάρια, ο πλούτος βρίσκεται στα χέρια μιας μικρής λευκής μειοψηφίας. Ενώ οι μαύροι δεν εκπροσωπούνται στον ιδιωτικό τομέα και στην εργοδοσία.
Ο ρατσισμός στη Λατινική Αμερική μπορεί, πάντα σύμφωνα με τον Λουσιάνο, να μετρηθεί με το αν έχουν όλοι οι άνθρωποι πρόσβαση σε δουλιά, εκπαίδευση και ιατρική περίθαλψη. Σύμφωνα με την περουβιανή νομοθεσία, «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι», συνεχίζει ο κοινωνιολόγος. «Αν, όμως, παρατηρήσει κανείς τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, διαπιστώνει ότι δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτε, ώστε να αλλάξουν οι παράγοντες διάκρισης, σε βάρος συγκεκριμένων εθνικών ομάδων». Πολλοί μιλούν όλο περηφάνια για τους Ευρωπαίους παππούδες τους, αλλά αποσιωπούν τους, τυχόν, ιθαγενείς προγόνους τους. Αυτή η στάση απέναντι στην προσωπική ιστορία, αντανακλάται και στην εθνική ιστορία, όπου η κοινωνία των ιθαγενών και των μαύρων, μονομερώς, αγνοείται. Και ο Λουσιάνο συνοψίζει: «Αν συνεχίσουν να υπάρχουν αυτές οι ανισότητες, σίγουρα δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας μας».