«Πρέβεζα», λοιπόν.
«Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται/ στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια/ θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι/ με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους/ ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη/ ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης./ Την Κυριακή θα ακούσουμε την μπάντα/ Επήρα βιβλιάριο τραπέζης,/Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,/ «υπάρχω» λες, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»/ Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς/, ένας επέθαινε από αηδία.../ Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,/ θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.»
Ο Κώστας Καρυωτάκης, γεννήθηκε στην Τρίπολη (1896) και πέθανε στην Πρέβεζα (1928). Δίκαια θεωρείται μια ξεχωριστή φυσιογνωμία ανάμεσα στους δημιουργούς της νεότερης λυρικής ποίησης και ίσως ο περισσότερο αγαπητός στους νέους της γενιάς του. Η τρομερή συνέπεια στο έργο του, που τον οδήγησε στην αυτοκτονία συγκλόνισε τους συγχρόνους του και επηρέασε τους νεότερους. Από ιστορική άποψη, ο Καρυωτάκης είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη γενιά του Βάρναλη, του Καβάφη και του Σικελιανού και στη γενιά του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Ελύτη.