Τρίτη 28 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η μεταποίηση σε δεινή κρίση

Η  μείωση της παραγωγής των εξαγωγών, αλλά και του αριθμού των απασχολουμένων (με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας)  σκιαγραφούν με το δικό τους τρόπο το μέγεθος της κρίσης στη μεταποιητική βιομηχανία

Εξετάζοντας την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οι συντάκτες του Οικονομικού Δελτίου της Εμπορικής Τράπεζας διαπιστώνουν πως «η μεταποίηση διήλθε κατά την τελευταία εικοσαετία μια δεινή κρίση». Οπως αναφέρεται, «η κρίση αυτή εκδηλώθηκε αρχικά μέσα στη δεκαετία του 1970, ως απόρροια των δύο μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών κρίσεων και της εξασθένησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της εθνικής οικονομίας.

Ετσι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, παρατηρήθηκε σε ευρεία έκταση το φαινόμενο των προβληματικών επιχειρήσεων, η στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής και η κάμψη των επενδύσεων. Η συγκεκριμένη κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι και το 1993, με αποτέλεσμα η μεταποιητική παραγωγή να βρίσκεται συχνά στο επίπεδο του 1980 ή ακόμη να είναι και κατώτερη αυτού. Επίσης, οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της υπήρξαν κατά το ίδιο διάστημα όχι λίγες φορές αρνητικοί».

Στο Διάγραμμα 2, που φιλοξενεί το Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας σκιαγραφείται η εξέλιξη της μεταποιητικής παραγωγής στην περίοδο 1991-1998 στις 3 μεγάλες κατηγορίες. Δηλαδή στα «Καταναλωτικά» (είδη διατροφής, ρουχισμός, παπούτσια κλπ.), στα «Διαρκή» (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ.) και στα «Κεφαλαιουχικά» αγαθά (μηχανές, συσκευές και γενικά η παραγωγή στα εργοστάσια που παράγουν είδη παραγωγής). Περίοδος βάσης είναι το 1980= 100 μονάδες. Κοιτάζοντας κανείς προσεκτικά το Διάγραμμα 2, διαπιστώνει πως ο όγκος της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών (τρόφιμα, ποτά και άλλα είδη πρώτης ανάγκης) ήταν - σε όλη τη δεκαετία του 1990 - μέχρι και 10 μονάδες πάνω από τα επίπεδα του 1980. Στα ίδια επίπεδα εξακολουθεί να κινείται και σήμερα. Αντίθετα, ο όγκος της παραγωγής:

  • Διαρκών καταναλωτικών αγαθών, από το 1991 μέχρι και το 1997 ήταν σταθερά κάτω από τα επίπεδα του 1980, παρά το γεγονός ότι από το 1991 άρχισε να ανακάμπτει και να σημειώνει διαρκή άνοδο. Μόνο το 1998 η παραγωγή διαρκών καταναλωτικών αγαθών ξεπέρασε τα επίπεδα του '80 και ο δείκτης του όγκου παραγωγής ανέβηκε στο 118,3.
  • Κεφαλαιουχικών αγαθών (δηλαδή η παραγωγή στη «βαριά βιομηχανία») σε όλη τη δεκαετία του 1990, βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 1980.

Αποτέλεσμα της κακής πορείας που σημείωσε η μεταποιητική παραγωγή τα τελευταία 20 χρόνια ήταν να περιοριστεί το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ στο 14% από 19% που ήταν το 1980. Από αυτή την άποψη είναι αστείο το επιχείρημα που προβάλλει η κυβέρνηση Σημίτη, ότι δήθεν με την οικονομική της πολιτική συμβάλλει στη διαμόρφωση της «ισχυρής Ελλάδας».

Εκτός πια κι αν με τον όρο «ισχυρή Ελλάδα» ο κύριος Σημίτης και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που υπεραμύνονται της συγκεκριμένης πολιτικής, εννοούν την ισχυροποίηση της θέσης ενός μικρού ποσοστού των ελληνικών νοικοκυριών που νέμονται μεταξύ τους τα προκλητικά μεγάλα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Αν ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ εννοούν με τον όρο «ισχυρή Ελλάδα» τις προκλητικές αυξήσεις των κερδών (50% ή 100% ή 200% ή και περισσότερο), που καταγράφουν κάθε χρόνο οι μεγάλες εμποροβιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις και τα οποία μοιράζονται μεταξύ τους οι μεγαλομέτοχοι, τότε πράγματι αυτή η Ελλάδα των ολίγων - των μεγαλοεχόντων και μεγαλοκατεχόντων - έγινε τα τελευταία χρόνια ισχυρότερη.

Του λόγου το αληθές βεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία (ισολογισμοί επιχειρήσεων, επεξεργασίες ισολογισμών από την ICAP κλπ.) που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας. Τα συμπεράσματα από τις επεξεργασίες αυτών των στοιχείων, που παρουσιάζονται επεξεργασμένα στο Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας, μας πληροφορούν ότι το 1998 συγκριτικά με το 1997 οι 4.840 βιομηχανικές επιχειρήσεις (μεταποίηση) εμφανίζουν:

  • 25,3% αύξηση κερδών, καθώς τα καθαρά προ φόρων κέρδη τους ανήλθαν στα 568,8 δισ. δραχμές, από 454 δισ. δραχμές το 1997.
  • 8,2% αύξηση πωλήσεων, το συνολικό ύψος των οποίων ανήλθε στα 9.322,5 δισ. δραχμών, από 8.618,2 δισ. δραχμές το 1997.

Αύξηση κατά 2 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του μεικτού περιθωρίου κέρδους (από 21,29% το 1997 σε 23,19 το 1998) και κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα του καθαρού περιθωρίου κέρδους (από 5,27% σε 6,10% το 1998).

Εκτός, όμως, από την «ισχυρή Ελλάδα» της ολιγαρχίας, του πλούτου και των κάθε είδους διαχειριστών της εξουσίας υπάρχει και η άλλη Ελλάδα. Είναι η Ελλάδα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελληνικού λαού, των εκατομμυρίων εργατοϋπαλλήλων και ανέργων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων. Είναι η Ελλάδα των ανθρώπων του μόχθου και της δουλιάς, που ενώ ακούνε τους επισήμους να μιλάνε για την Ελλάδα που έγινε πλουσιότερη (με τη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ), οι ίδιοι τα φέρνουν βόλτα όλο και πιο δύσκολα.

Και είναι βέβαιο πως αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική στη μετα-ΟΝΕ εποχή - αν δηλαδή βγουν ενισχυμένα από την εκλογική κάλπη τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία - θα έρθουν ακόμη χειρότερες μέρες για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Οσοι λοιπόν θέλουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους και την αντίστασή τους στη θύελλα των αντιλαϊκών μέτρων (ασφαλιστικό, εργασιακά κλπ.) που επιφυλάσσει η μετα-ΟΝΕ εποχή και ετοιμάζονται να εφαρμόσουν τα δύο μεγάλα κόμματα (σαν κυβέρνηση ή να στηρίξουν από τη θέση της αντιπολίτευσης), με το επιχείρημα της «διατηρησιμότητας» των μέχρι τώρα κατακτήσεων, μπορούν - και πρέπει - να αξιοποιήσουν κατάλληλα και το όπλο της ψήφου τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ