Στην αρχή της αγόρευσής του ο Π. Ρουμελιώτης επισήμανε πως το δικαστήριο δε δικάζει τη «17Ν» αλλά 19 ανθρώπους πολλοί από τους οποίους, όπως είπε, αρνούνται ότι είχαν οποιαδήποτε σχέση με την οργάνωση. Επίσης, σημείωσε πως η πολιτεία στέρησε από αυτούς τους ανθρώπους τον φυσικό τους δικαστή που ήταν τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και ταυτόχρονα τους καταδίκασε πριν φτάσουν σε δίκη. «Μην ξεχνάτε - είπε απευθυνόμενος προς τους δικαστές- ότι υπήρχε ένας ορυμαγδός από πλευράς εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος καταδίκασε αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους πριν ακόμα έρθουν σε εσάς, πριν ακόμα αρχίσει η Δίκη».
Αναφορικά με τον πελάτη του θύμισε πως από την αρχή υποστηρίζει σταθερά ότι δεν έχει την παραμικρή σχέση με την «17Ν», προσθέτοντας πως αν και εμφανίστηκε από τα ΜΜΕ ως ο υπαρχηγός περίπου ης οργάνωσης «δεν ήταν εκείνος ο οποίος βγήκε στα ΜΜΕ, δεν ήταν εκείνος ο οποίος έστειλε επιστολές, δεν ήταν εκείνος ο οποίος προσπάθησε να κάνει ένα επικοινωνιακό τέτοιο παιχνίδι που να δώσει τη δυνατότητα να έχει κάποιους οι οποίοι θα τον ακολουθήσουν και οι οποίοι θα φωνάξουν για λογαριασμό του».
Στον ισχυρισμό του παραπεμπτικού βουλεύματος πως ο πελάτης του είναι ιδρυτικό μέλος της «17Ν» ο συνήγορος αντέτεινε πως κανείς από τους κατηγορουμένους που παραδέχονται τη συμμετοχή τους στην οργάνωση δε λέει ότι τον γνωρίζει ως συνιδρυτή της, συμπληρώνοντας πως ακόμα και ο Παύλος Σερίφης στη γνωστή του απολογία υποστηρίζει ότι γνώρισε τον Ν. Παπαναστασίου τον Οκτώβριο του 1979.
Αναφερόμενος στην αποδεικτική διαδικασία επί του ακροατηρίου ο Π. Ρουμελιώτης θύμισε πως κανένας από τους 450 μάρτυρες που κατέθεσαν δεν είπε τίποτα σε βάρος του πελάτη του. Το γεγονός αυτό το ερμήνευσε ως απόδειξη της αθωότητάς του δεδομένου ότι αν ο κατηγορούμενος δρούσε επί 27 συναπτά έτη στο πλαίσιο της «17Ν» κάποια μαρτυρία θα υπήρχε εις βάρος του για όσα κατηγορείται. Για το γεγονός ότι τον Ν. Παπαναστασίου ενοχοποίησε στην απολογία του ο συγκατηγορούμενός του και εξάδελφός του Ανέστη Παπαναστασίου, ο συνήγορος υποστήριξε πως αυτό έγινε διότι ο τελευταίος πιέστηκε να «δώσει» τον εξάδελφό του, με αντάλλαγμα τη δική του ελευθερία.