Πέμπτη 22 Γενάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Διαπιστώνει καθυστερήσεις στην εφαρμογή των αντιλαϊκών επιταγών

Η Κομισιόν δημοσιοποίησε χτες επίσημα τις καθιερωμένες ετήσιες «Γενικές Κατευθύνσεις Οικονομικής Πολιτικής» (ΓΚΟΠ) για την περίοδο 2003-2005 διαπιστώνοντας «ανεπαρκή πρόοδο προς υγιή δημόσια οικονομικά» στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Λουξεμβούργο και στη Σουηδία, και «καθυστερήσεις» στην εφαρμογή των επιταγών της Λισαβόνας (2000) για «διαρθρωτικές αλλαγές» στην αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και ριζική ανατροπή του ευρωπαϊκού «κοινωνικού μοντέλου» μέχρι το 2010.

Στο ειδικό κεφάλαιο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας η Κομισιόν επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις της «φθινοπωρινής» οικονομικής έκθεσης για ραγδαία επιδείνωση, μετά το 2004, των οικονομικών δεικτών, κρούει τον κώδωνα «υψηλού κινδύνου» για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και πιέζει για περαιτέρω αντιλαϊκή πολιτική με άξονα τη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του πρώτου εξαμήνου του 2004 και την επιτάχυνση της αναθεώρησης του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος.

Οι ΓΚΟΠ της Κομισιόν, σύμφωνα με τις επιταγές της ΟΝΕ, του Μάαστριχτ, υποβάλλονται και φέτος, στη βάση των τελευταίων οικονομικών στοιχείων και «προβλέψεων» της «φθινοπωρινής» οικονομικής έκθεσης (βλ. «Ρ», 30/10/2003), και θα πρέπει να εγκριθούν από το Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών (25-26 του Μάρτη 2004). Χαρακτηρίζονται, όπως κάθε χρονιά, από μια ευρεία, εποπτική ταξική ανάλυση των οικονομικών δεδομένων από πλευράς της Κομισιόν, εστιάζοντας την προσοχή στις σχέσεις κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας και στις στρατηγικές πτυχές της πολιτικής οικονομίας του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Πρόκειται για τον αντιλαϊκό μπούσουλα εφαρμογής των «εθνικών» οικονομικών πολιτικών από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

Ιδιαίτερα φέτος δίνεται έμφαση στην «ενδιάμεση» εξέταση της «προόδου επίτευξης των στόχων της Λισαβόνας» για την πενταετία 2000-2005, που, ως γνωστόν, μέχρι το 2010 θα πρέπει να ανατρέψουν το ευρωπαϊκό «κράτος πρόνοιας» του 20ού αιώνα. Η εξέταση γίνεται σύμφωνα με τις επιταγές «αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας» της ΟΝΕ, του Μάαστριχτ και του «Συμφώνου Σταθερότητας» (ΣΣ). Η Κομισιόν διαπιστώνει για το 2003 ότι μόλις τρία κράτη-μέλη (Βέλγιο, Ισπανία, Φινλανδία) είχαν «ισορροπημένους» κρατικούς προϋπολογισμούς, ενώ άλλα τρία (Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία) είχαν «δομική καλυτέρευση τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ».

Ειδικές «προειδοποιήσεις» απευθύνει η Κομισιόν για τα «διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας», κάνοντας λόγο για «υψηλό κίνδυνο». Η Κομισιόν επικρίνει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ («δεν εκμεταλλεύτηκε τις ευνοϊκές συνθήκες για να αντιμετωπίσει τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα»), αλλά και επεμβαίνει έμμεσα στην προεκλογική περίοδο σε Ελλάδα και Ισπανία, προδιαγράφοντας την «κρισιμότητα» περαιτέρω ενίσχυσης των αντιλαϊκών πολιτικών. Για την Ελλάδα η Κομισιόν προδιαγράφει «τις βασικές προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια», που αφορούν στους τομείς «αύξησης της ανταγωνιστικότητας», περαιτέρω μείωσης του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος και του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους, αναθεώρηση της «πρόσβασης στην αγορά εργασίας» και αναθεώρηση του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα θα εκτιναχτεί, σύμφωνα με την Κομισιόν, από 1,2% του ΑΕΠ το 2002, σε 2,4% του ΑΕΠ το 2004. Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος ήταν 100,6% του ΑΕΠ το 2003, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, και «μειώνεται βραδέως» προδιαγράφοντας «υψηλό κίνδυνο» για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το υψηλό χρέος επιτάσσει, σύμφωνα με την Κομισιόν, επιτάχυνση της αναθεώρησης του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος, αφού «οι μεταρρυθμίσεις του 2002 δεν έλαβαν επαρκώς υπόψη τις τρέχουσες τάσεις στα δημόσια οικονομικά».

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η Κομισιόν στην ελληνική αγορά εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκθεση των Βρυξελλών παρεμβαίνει άμεσα στην προεκλογική περίοδο εκτιμώντας ότι οι βουλευτικές εκλογές θα (...) εμποδίσουν «σημαντικές τροποποιήσεις του συνολικού πλαισίου για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις», στα πλαίσια της νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας που αναμένεται να υπογραφεί το πρώτο εξάμηνο του 2004. Η Κομισιόν επικρίνει τις «ελλιπείς προσπάθειες» για την προώθηση της μερικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσουν τις πολιτικές περιορισμού του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Οσον αφορά στην ανεργία η Κομισιόν διαπιστώνει ότι παρά τις συγκυριακές θέσεις απασχόλησης στον κατασκευαστικό τομέα εξαιτίας των Ολυμπιακών έργων, η μακροπρόθεσμη ανεργία και ειδικότερα αυτή των νέων και των γυναικών παραμένει «σημαντική».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ