Σκόπιμα ο ΣΥΝ, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ προβάλλουν αποσπασματικά τις επιδοτήσεις και αποσιωπούν ότι αυτές συνδέονται με ποσοστώσεις και πρόστιμα συνυπευθυνότητας, που συρρίκνωσαν την ελληνική γεωργία, με αποτέλεσμα από πλεονασματική που ήταν το 1980, πριν μπούμε στην ΕΟΚ, να γίνει ελλειμματική και το έλλειμμα το 2002 να φθάσει στα 612 δισ. δρχ.
Αντί για αυτό, εφαρμόζοντας την ΚΑΠ, με τις επιδοτήσεις και τις ποσοστώσεις, είχε ένα έλλειμμα 612 δισ. δραχμές, παρά το γεγονός ότι πήρε από την ΕΕ 838 δισ. δραχμές επιδοτήσεις στα αγροτικά της προϊόντα. Τελικά, το 2002 πήραμε από την ΕΕ σαν επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων 838 δισ. δραχμές, πληρώσαμε 612 δισ. δραχμές για να εισάγουμε τα αγροτικά προϊόντα που χρειαζόμασταν για τη διατροφή του λαού μας (που μπορούσαμε αλλά δε μας άφηνε η ΕΕ να τα παράγουμε) και επιπλέον χάσαμε και 36,7 δισ. δραχμές από εξαγωγές που θα κάναμε αν η γεωργία μας το 2002 είχε τη δυναμικότητα του 1980.
Με αυτά τα λεφτά που πληρώσαμε για εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και που χάσαμε από τις εξαγωγές, θα μπορούσαμε να επιδοτήσουμε τη γεωργία από εθνικούς πόρους και η επιδότηση θα ήταν πιο αποτελεσματική, επειδή η γεωργία θα είχε πολύ καλύτερη παραγωγικότητα, διατηρώντας τη δυναμικότητα του 1980.
Επιπλέον τις επιδοτήσεις φαινομενικά μπορεί να τις παίρνουν οι αγρότες, στην ουσία όμως τις καρπώνονται οι εμποροβιομήχανοι, επειδή αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα αγροτικά προϊόντα και πωλούν πανάκριβα τα αντίστοιχα τελικά προϊόντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βαμβάκι, όπου στην οκταετία 1995-2002 οι βαμβακοβιομήχανοι έδωσαν στους βαμβακοπαραγωγούς μέση τιμή 278 δρχ./κιλό, όμως από την τσέπη τους πλήρωσαν μόνο 90 δρχ.,/κιλό και οι υπόλοιπες 188 ήταν επιδότηση που πήραν από την ΕΕ.
Επίσης στον καπνό η μέση τιμή παραγωγού το 2002 ήταν 4,4 ευρώ/κιλό, ενώ οι καπνοβιομήχανοι από την τσέπη τους πλήρωσαν μόνο 1,3 ευρώ/κιλό.
Παρόμοια κατάσταση υπάρχει σε όλα τα αγροτικά προϊόντα και ειδικά σε αυτά που δεν καταναλώνονται αυτούσια, αλλά αποτελούν πρώτη ύλη για τους εμποροβιομήχανους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σχέση σιταριού και ψωμιού, όπου το 1992 η τιμή του ψωμιού ήταν 3,2 φορές μεγαλύτερη από την τιμή του σιταριού και δέκα χρόνια μετά, το 2002, έγινε 7,8 φορές μεγαλύτερη, όταν 1 κιλό σιτάρι βγάζει 1 κιλό ψωμί και τα αλεστικά έξοδα υπερκαλύπτονται από τα υποπροϊόντα της άλεσης (πίτουρα).
Σε αυτή την κερδοσκοπία σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι δύο αναθεωρήσεις της ΚΑΠ των σιτηρών που αντικατέστησαν ένα μέρος των τιμών με επιδοτήσεις και ελάφρυναν το κόστος της πρώτης ύλης στους αλευροβιομηχάνους.
Ομως οι αγρότες ζουν από πρώτο χέρι αυτή την πραγματικότητα, γι' αυτό θα πληρώσουν όπως και στο παρελθόν και σ' αυτές τις ευρωεκλογές το ΣΥΝ με το ανάλογο νόμισμα, επειδή λειτουργεί σαν «αριστερός» κομπάρσος, στην προσπάθεια εξαπάτησης των αγροτών και των καταναλωτών.