Καθώς κυλάει ο χρόνος από την ατομική επίθεση στις δύο ιαπωνικές πόλεις, έρχονται στο φως ολοένα και νεότερα στοιχεία για το μέγεθος των καταστροφών που προξένησε τις πραγματικές διαστάσεις της τραγωδίας σε ανθρώπινες ζωές, τις διαρκείς συνέπειες της ραδιενέργειας στους επιζώντες, καθώς και το γεγονός ότι η χρήση των βομβών σε αμάχους ήταν προεξοφλημένη, άσχετα από την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων στον Ειρηνικό Ωκεανό στη διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου. Στις «Αναμνήσεις» του ο Τρούμαν αναφέρει: «Θεωρούσα τη βόμβα ως ένα πολεμικό όπλο και ποτέ δεν είχα την οποιαδήποτε αμφιβολία αν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί... όταν συζήτησα με τον Τσόρτσιλ ανεπιφύλακτα μου είπε ότι εννοούσε τη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας».2
«Αν η προπαγάνδα ενάντια στη χρήση της ατομικής βόμβας είχε επιτραπεί να αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα, η ισχύς της στρατηγικής μας θέσης λόγω της κατοχής της βόμβας θα είχε αντίστοιχα εξασθενήσει και μαζί με αυτό θα εμφανιζόταν μία μείωση των πιθανοτήτων για ένα διεθνή έλεγχο της ατομικής ενέργειας (σ.σ. εννοεί έλεγχο υπό την εποπτεία της ισχύος των ΗΠΑ)... Είμαι σταθερά πεπεισμένος ότι οι Ρώσοι τελικά θα συμφωνήσουν με τις αμερικανικές προτάσεις για την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας αρχής για την ατομική ενέργεια, δεδομένου ότι θα είναι πεισμένοι πως διαθέτουμε τη βόμβα σε ποσότητα και πως είμαστε έτοιμοι να τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς δισταγμό σε έναν επόμενο πόλεμο» (σ.σ. η έμφαση δική μας).4
Η αλήθεια είναι ότι η επίσημη απάντηση από τη μεριά της πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ δεν άργησε να δοθεί. Το 1947 δημοσιεύεται άρθρο του προς τον υπουργό Πολέμου Στίμσον στο περιοδικό «Harper's». Στο συγκεκριμένο άρθρο παρουσιάζεται με επισημότητα το επιχείρημα πως η χρήση των ατομικών βομβών έσωσε τη ζωή περισσότερο του ενός εκατομμυρίου Αμερικανών στρατιωτών, οι οποίοι -σε αντίθετη περίπτωση- θα θυσιάζονταν στην επιχείρηση κατάληψης των ιαπωνικών νησιών. Ωστόσο πέρα από το βάρος της υπογραφής του συγγραφέα, η συγκεκριμένη αριθμητική εκτίμηση περί των αμερικανικών απωλειών δεν υποστηρίζεται από καμία πηγή ή μελέτη του στρατού των ΗΠΑ.5Το έναυσμα για να πάρει μπροστά η μηχανή της προπαγάνδας έχει ήδη δοθεί. Το συγκεκριμένο άρθρο αναδημοσιεύεται μαζικά σε πάμπολλες εφημερίδες και περιοδικά. Ο τεράστιος, κατά τον επίσημο ισχυρισμό, αριθμός των αμερικανικών απωλειών, στον οποίο αργότερα προστίθενται οι διάφορες εκτιμήσεις για τις ενδεχόμενες απώλειες Ιαπώνων στρατιωτών και αμάχων που θα προξενούνταν με τη συνέχιση του πολέμου, μπαίνει στο ζύγι με τις συνολικά 180.000 ζωές των αμάχων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και προφανώς για κάποιους φτάνει και περισσεύει, ώστε να είναι ηθικά δικαιωμένοι για την απόφασή τους.
Ετσι, λοιπόν, ανήμερα της ρίψης της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι (9/8/45) ο πρόεδρος Χ. Τρούμαν απευθυνόμενος με μήνυμά του προς όλους όσοι εργάστηκαν στην κατασκευή της βόμβας, αναφέρει: «Το έθνος σάς ευγνωμονεί με την ελπίδα ότι το νέο όπλο θα έχει σαν συνέπεια τη σωτηρία χιλιάδων ζωών Αμερικανών...».5
Στις 15 Δεκέμβρη του ίδιου έτους ο ίδιος σε επίσημο λόγο του αναφέρει: «...σκέφτηκα ότι ένα τέταρτο του εκατομμυρίου από τον ανθό της νεολαίας μας άξιζε περισσότερο από δύο ιαπωνικές πόλεις και ακόμα το πιστεύω».5
Στις 6 Απρίλη 1949 πάλι ο Τρούμαν, απευθυνόμενος σε ομάδα νέων δημοκρατικών γερουσιαστών και αντιπροσώπων, αναφέρει: «Πήρα την απόφαση διότι σκέφτηκα ότι 200.000 δικοί μας νέοι άντρες, καθώς επίσης και 300.000 με 400.000 από τον εχθρό θα σώζονταν».
Σε λόγο του στις 28 Απρίλη 1959 ο Τρούμαν ξεπερνάει πραγματικά κάθε όριο «λογικής» εκτίμησης, αφού δηλώνει πως η ρίψη των βομβών σταμάτησε τον πόλεμο και σώθηκαν εκατομμύρια ζωές.
Από τα παραπάνω είναι φανερό πως εκτός του ότι οι κατά καιρούς εκτιμήσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, όχι μόνο διογκώνονται καθώς κυλάει ο χρόνος, αλλά και δε γίνεται ουδεμία προσπάθεια να στηριχτούν πουθενά. Τούτο, άλλωστε, δε θα μπορούσε να είναι εφικτό, καθώς οποιαδήποτε σκέψη για απόβαση στην Ιαπωνία ποτέ δεν είχε ληφθεί στα σοβαρά υπόψη. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το γεγονός πως επέκειτο από τις αρχές ήδη του καλοκαιριού του 1945 η παράδοση της Ιαπωνίας.
Ο ναύαρχος Ουίλιαμ Λάρι διατέλεσε διευθυντής προσωπικού της προεδρίας Ρούζβελτ και Τρούμαν. Στο βιβλίο του «I was there» που εκδόθηκε το 1950, γράφει: «Η γνώμη μου είναι ότι η χρήση αυτού του βάρβαρου όπλου ενάντια στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν επέφερε υλική βοήθεια στον πόλεμό μας ενάντια στην Ιαπωνία. Οι Ιάπωνες ήταν ήδη ηττημένοι και έτοιμοι να παραδοθούν».7
Από το τέλος ακόμα του 1944 η θέση της Ιαπωνίας τόσο στο θέατρο του πολέμου όσο και στην οικονομία ήταν τόσο δύσκολη, ώστε δεν ήταν πολλοί στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησής της που έλπιζαν σε κάποια επιτυχή έκβαση του πολέμου. Ο σφιχτός ναυτικός αποκλεισμός που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ στις ιαπωνικές νήσους, ο οποίος ακολούθησε την καταστροφή του ιαπωνικού στόλου, σε συνδυασμό με τους συνεχείς, καθημερινούς βομβαρδισμούς των ιαπωνικών πόλεων από το Γενάρη του 1945 κι έπειτα, είχαν φέρει την παραγωγή πολεμικών και άλλων αγαθών να κινείται σε απογοητευτικά χαμηλά επίπεδα για ένα εμπόλεμο κράτος. Οι εισαγωγές πετρελαίου και πρώτων υλών έτειναν να εκμηδενιστούν οδηγώντας στην κατανάλωση των αποθεμάτων. Για παράδειγμα τον Ιούλη του 1945 η διύλιση του πετρελαίου είχε φτάσει μόλις το 15% του μέγιστου του 1943, η παραγωγή αλουμινίου στο 9% του μέγιστου του 1944. Το 30% του αστικού πληθυσμού είχε απομείνει άστεγο, ενώ υπολογίζεται ότι το καλοκαίρι του 1945 η μέση κατά κεφαλή ημερήσια κατανάλωση δεν ξεπερνούσε τις 1.680 θερμίδες. Ετσι αποτελούσε ένα σαφές δεδομένο ότι «η οικονομία της Ιαπωνίας ήταν σε μεγάλη έκταση κατεστραμμένη εις διπλούν, μία φορά λόγω της διακοπής των εισαγωγών και μία ακόμα από τις από αέρος επιθέσεις».8Ολα αυτά μαζί με τις τραγικές απώλειες του άμαχου πληθυσμού (για παράδειγμα στο μαζικό βομβαρδισμό του Τόκιο στις 9 και 10 Μάρτη 1945 έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 120.000 άνθρωποι, ενώ η ίδια η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τη φωτιά που επακολούθησε9) είχαν γεννήσει στον πληθυσμό έντονη ηττοπάθεια και απογοήτευση.
Επομένως δεν είναι παράξενο που η σημαντικότερη μερίδα της πολιτικής ηγεσίας της Ιαπωνίας μαζί και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο είχαν εκδηλώσει την επιθυμία για εκεχειρία και την παράδοση της χώρας τους, από τον Απρίλη ακόμα του 1945. Στα πλαίσια αυτά είχαν γίνει κινήσεις μέσω του Γιαπωνέζου πρεσβευτή στην Ελβετία, οι οποίες είχαν επί τούτου γίνει γνωστές στην υπηρεσία πληροφοριών OSS (πρόδρομος της ΣΙΑ) και από κει στον Τρούμαν, αλλά και μέσω της Μόσχας (με την οποία δε βρίσκονταν ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση), επιζητώντας μία διαθέσιμη διαμεσολαβητική οδό με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Πρέπει να τονιστεί πως η συνολική στάση συνθηκολόγησης από την πλευρά των Ιαπώνων είχε έρθει σε πλήρη γνώση της αμερικανικής κυβέρνησης. Αλλωστε οι Αμερικανοί είχαν σπάσει τον κώδικα επικοινωνίας των Ιαπώνων από τους πρώτους μήνες του πολέμου. Επειτα, σε επίσημο επίπεδο το θέμα συζητήθηκε στο Πότσδαμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), αφού ο Στάλιν έθεσε τις σχετικές κινήσεις και πρωτοβουλίες των Ιαπώνων σε γνώση του Τρούμαν.10,11,13
Το κυριότερο πρόβλημα της ιαπωνικής πολιτικής ηγεσίας ήταν να καθοριστούν οι όροι της παράδοσης πράγμα που η κυβέρνηση των ΗΠΑ αρνούνταν ή απέφευγε σταθερά να προκαθορίσει, απαιτώντας άνευ όρων παράδοση, χωρίς όμως να διασαφηνίζει ένα προτεινόμενο σχέδιο περί του μεταπολεμικού καθεστώτος στην Ιαπωνία. Οπως είναι φυσικό, αυτό οδηγούσε την πολιτική ηγεσία της Ιαπωνίας σε αμηχανία, που θέλοντας και μη ήταν υποχρεωμένη να υπακούει στις πιο αρτηριοσκληρωτικές τάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας και να συνεχίζει ένα χαμένο πόλεμο, που πολύ πιθανά με το τέλος του να προκαλούσε τεράστιους κλυδωνισμούς, ακόμα και στην κυριαρχία της, λόγω της διογκωμένης δυσαρέσκειας και αναταραχής ενός πολέμου, αλλά και την εξευτελιστική ήττα και κατοχή της χώρας.
Ο Ραλφ Μπαρντ υφυπουργός του Ναυτικού (μέλος κι αυτός της «Προσωρινής Επιτροπής») στις 27 Ιούνη 1945 παραδίδει μνημόνιο στον υπουργό Πολέμου, Στίμσον, στο οποίο καταρχήν προτείνει να δοθεί προειδοποίηση προς την ιαπωνική ηγεσία για την κατοχή από τις ΗΠΑ της ατομικής βόμβας. Επειτα εκτιμά πως η ιαπωνική κυβέρνηση αναζητά ευκαιρία για να παραδοθεί και για τούτο ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να ανακοινώσει ποιες διαβεβαιώσεις προτίθεται να παράσχει σχετικά με την τύχη του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, καθώς και να αποσαφηνίσει τους όρους και τις συνθήκες στις οποίες θα υπαχθεί το ιαπωνικό έθνος έπειτα από την άνευ όρων παράδοση. Η άποψη του Μπαρντ είναι: «μου φαίνεται πολύ πιθανό ότι αυτό αποτελεί την ευκαιρία την οποία αναζητούν οι Ιάπωνες για να παραδοθούν».12
Την ίδια άποψη φερόταν να είχε κι άλλο ένα ιθύνον μέλος της στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής, ο κατοπινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Στο βιβλίο «Tne White House yars: Mandate for change», θέλοντας να διαχωρίσει τη θέση του από τη μαζική δολοφονία της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, αναφέρει ότι όταν ο υπουργός Πολέμου, Στίμσον, του δήλωσε (20 Ιούλη 1945) πως οι ΗΠΑ προτίθονταν να χρησιμοποιήσουν την ατομική βόμβα, αυτός του εκδήλωσε την «πεποίθηση ότι η Ιαπωνία είχε ήδη ηττηθεί και πως η ρίψη της βόμβας ήταν εντελώς μη απαραίτητη κι έπειτα διότι σκεφτόμουν ότι η χώρα μας θα έπρεπε να αποφύγει να σοκάρει την παγκόσμια κοινή γνώμη με τη χρήση ενός όπλου, το οποίο δεν ήταν πια υποχρεωτικό ως μέσον για να σώσουν ζωές Αμερικανών. Ηταν πεποίθησή μου πως η Ιαπωνία εκείνη τη στιγμή αναζητούσε τρόπο να παραδοθεί με το λιγότερο εξευτελιστικό τρόπο».14
Επομένως ήταν σε γνώση των Αμερικανών πως ενδεχόμενη απόβαση στα ιαπωνικά νησιά ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων αχρείαστη και γι' αυτό ελάχιστη μελέτη είχε αποδοθεί σε αυτό το πρόγραμμα. Το μη απαραίτητο της απόβασης συνοψίζεται στην επίσημη μελέτη του US Bombing Stategy Suruey, σύμφωνα με την οποία: «φαίνεται καθαρά ότι ακόμη και δίχως την επίθεση με την ατομική βόμβα, η υπεροχή από αέρος πάνω από την Ιαπωνία θα είχε ασκήσει ικανή πίεση, ώστε να επιφέρει την παράδοση χωρίς όρους και να καταστήσει μη απαραίτητη την απόβαση».15
Επιπλέον, το άμεσο τέλος του πολέμου διαφάνηκε όταν ο Στάλιν στη συνδιάσκεψη του Πότσδαμ διαβεβαίωσε τον Τρούμαν ότι η ΕΣΣΔ θα τηρούσε την υπόσχεση που είχε δώσει κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Γιάλτας (Φλεβάρης 1945) να συμβάλλει με τις δυνάμεις της στον πόλεμο του Ειρηνικού πριν περάσουν τρεις μήνες από τη λήξη των εχθροπραξιών στην Ευρώπη. Και πράγματι, στις 8 Αυγούστου 1945 η ΕΣΣΔ κηρύσσει τον πόλεμο στην Ιαπωνία και στρατεύματά της εισβάλουν στη Μαντζουρία και στην Κορέα. Το γεγονός αυτό από μόνο του θα συντελούσε στην ταχεία κατάληξη του πολέμου. Η ιαπωνική ηγεσία μην έχοντας κανένα περιθώριο διπλωματικού ή στρατιωτικού ελιγμού, πιεζόμενη από τεράστιες σε μέγεθος στρατιωτικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα, θα υπέκυπτε σε άμεση συνθηκολόγηση. Ωστόσο από το Φλεβάρη του 1945 μέχρι τον Ιούλη του ίδιου έτους πολλά είχαν αλλάξει στις σχέσεις των συμμάχων. Η αιτία ήταν φυσικά το μεταπολεμικό στάτους κβο στην Ευρώπη. Ο ισχυρός ρόλος της ΕΣΣΔ ήταν πλέον γεγονός και η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης ήταν το πιο επείγον πρόβλημα για τους Αμερικάνους και τους Βρετανούς. Ετσι, όταν από τον Απρίλη του 1945 έρχεται σε γνώση της αμερικανικής κυβέρνησης ότι η κατασκευή της ατομικής βόμβας είναι πλέον στο τελικό της στάδιο16αλλάζει συλλήβδην και η στάση της απέναντι στην ΕΣΣΔ. Την 1η Ιούνη 1945 λαμβάνεται η απόφαση για την άμεση χρήση της βόμβας χωρίς προειδοποίηση.17Στις 16 Ιούλη εξελίσσεται με επιτυχία η γενική δομική της ατομικής βόμβας στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού. Ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον L. Szilard, οι οποίοι συμμετείχαν στο μυστικό πρόγραμμα της κατασκευής της βόμβας προσπαθούν να παρέμβουν και να επηρεάσουν υψηλόβαθμους κυβερνητικούς παράγοντες σχετικά με τη μη χρήση της βόμβας. Μάλιστα αποστέλουν διαμέσου της υπηρεσιακής οδού το αίτημά τους η βόμβα να μη χρησιμοποιηθεί εναντίον ιαπωνικών πόλεων. Αντίθετα προτείνουν να γίνει επίσημη προειδοποίηση προς την ιαπωνική κυβέρνηση σχετικά με την κατοχή του νέου υπερόπλου και στη συνέχεια να προσκληθεί αντιπροσωπεία της σε μια επίσημη επίδειξη της καταστρεπτικής του ισχύος σε ακατοίκητο μέρος. Με αυτό τον τρόπο τόνιζαν, η ιαπωνική κυβέρνηση θα εξαναγκαζόταν να συνθηκολογήσει.18,19,20 Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε ως μη ρεαλιστική. Προφανώς τα 180.000 θύματα αποτελούν από μόνα τους μια πιο ρεαλιστική... απόδειξη! Ο ίδιος ο L. Szilard όταν αναφέρθηκε μετά από χρόνια στην αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε ο Byrnes (μέλος της Προσωρινής Επιτροπής και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ) στο αίτημα της μερίδας των επιστημόνων που εκπροσωπούσε ο Szilard δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες σχετικά με τα κίνητρα της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η γνώμη που σχημάτισε ο Szilard για τον Byrnes έπειτα από τη συνάντηση που είχαν στις 28 Μάη 1945 ήταν η ακόλουθη: «Ο Byrnes ανησυχούσε για το γεγονός ότι η Ρωσία έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία και το ίδιο ανησυχούσα κι εγώ. Ο Byrnes πίστευε ότι η κατοχή της βόμβας από τις ΗΠΑ θα καθιστούσε τους Ρώσους περισσότερο χειραγωγήσιμους στην Ευρώπη...».21
Το πρόγραμμα για την έρευνα και την κατασκευή της ατομικής βόμβας, γνωστό ως «σχέδιο Μανχάταν», κόστισε περί τα 2 δισ. δολάρια της εποχής και σε αυτό απασχολήθηκαν ούτε λίγο ούτε πολύ μεγάλο μέρος της αφρόκρεμας της επιστημονικής κοινότητας που είχε συγκεντρωθεί στις ΗΠΑ, καθώς και πεντακόσιες χιλιάδες εργαζόμενοι συνολικά. Από τη στιγμή που έγινε εφικτή η εξερχόμενη αλυσιδωτή αντίσταση (2 Δεκέμβρη 1942) είχε καταστεί βέβαιο ότι η δημιουργία του νέου υπερόπλου θα τελεσφορούσε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Η κατοχή του δε, θα δημιουργούσε νέα δεδομένα στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και στον ενεργότερο ρόλο των ΗΠΑ στις διεθνείς προθέσεις. Η χρήση της ατομικής βόμβας ήταν ασφαλώς μια ατράνταχτη απόδειξη της ισχύος εκείνου που την κατείχε μέσα στα πλαίσια της νέας παγκόσμιας πολιτικής που διαμορφωνόταν με την πτώση της αυλαίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ο στρατηγός L. Groves, που διατέλεσε αρχηγός του «σχεδίου Μανχάταν» καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, δεν είχε καμιά αμφιβολία περί της χρήσης της ατομικής βόμβας όταν δήλωσε μετέπειτα ότι «η πρόταση για τη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας είχε ληφθεί από την 9η Οκτώβρη του 1941»22, δηλαδή τη μέρα που μπήκε σε εφαρμογή το «σχέδιο Μανχάταν».