Συμπληρώνονται φέτος 58 χρόνια από τη δολοφονία του
Μεγάλη μορφή της δημοσιογραφίας, που σήμερα την ωθούν στην κατρακύλα της αναλήθειας των συμφερόντων του κεφαλαίου από τη μια μεριά αλλά που την υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπάρχουν άνθρωποι που την υπηρετούν με το ήθος και την αυταπάρνηση του Κώστα Βιδάλη.
Οπως γράφει ο ίδιος στο βιογραφικό σημείωμα που έδωσε, τον Οκτώβρη του 1945, στην Κομματική Οργάνωση του «Ρ»: «Γεννήθηκα στην Αθήνα στα 1904 και έζησα στην Αθήνα. (...) Ο πατέρας μου ήταν μαρμαράς και κατόπιν μικροεργολάβος. Η μητέρα μου δούλευε ράφτρα. Ο πατέρας μου πέθανε πριν από 35 χρόνια. Η μάνα μου πέθανε κι αυτή στα '42. (...) Από 24 χρόνια κάνω το δημοσιογράφο. Πριν έκανα τον υπάλληλο και από 20 χρόνια είμαι μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Μέλος του Κόμματος έγινα στα 1941. Μα από τα 1924 που άρχισα να δουλεύω στο "Ριζοσπάστη", ήμουνα οπαδός του Κόμματος. Ο λόγος της εγγραφής μου στο Κόμμα είναι η λογική συνέχεια της στάσης μου και των αγώνων μου μέσα στο επάγγελμα και στο Σωματείο καθώς και το ιδεολογικό μου καταστάλαγμα. (...)
Στην περίοδο της δικτατορίας όταν κηρύχτηκε ήμουνα στην Ισπανία απεσταλμένος του "Ριζοσπάστη", έπειτα ήρθα εδώ, πιάστηκα στα 1937 και με έστειλαν εξορία στα Κύθηρα όπου έμεινα 8 μήνες. Κείνη την περίοδο από την εφημερίδα "Πρωία" όπου δούλευα, αποκάλυψα το τραστ του Μποδοσάκη και γι' αυτό μαζί με την αποκάλυψη του σκανδάλου της αύξησης του τόκου των δανείων στο Λονδίνο, εξορίσθηκα ένα χρόνο»...
Ηταν Αύγουστος του 1946, όταν κορυφώνονται τα γεγονότα στη Θεσσαλία από τους αγγλοοργανωμένους συμμορίτες. Ο Κώστας Βιδάλης, όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να εκφράσει την επιθυμία του στο διευθυντή του «Ρ», να βρεθεί στην καρδιά των γεγονότων. «Είμαι δημοσιογράφος και πρέπει να κάνω τη δουλιά μου. Να καταγγείλω αυτό το όργιο της τρομοκρατίας, ν' αποκαλύψω τους δράστες», έλεγε χαρακτηριστικά. Μέχρι που στις 10 Αυγούστου 1946, ανακοίνωσε στη Συντακτική Επιτροπή της εφημερίδας την απόφασή του, παρά τις αντιδράσεις: «Θα πάω στα Θεσσαλικά χωριά. Πάω να δω με τα μάτια μου τους βασανιστές του λαού μας. Να τους πάρω συνέντευξη. Ν' ακούσω με τα ίδια τ' αυτιά μου το βογκητό των ανθρώπων μας»...
Αψήφησε τις συμβουλές, τις νουθεσίες, αρνήθηκε να κάτσει στο γραφείο του και να πληροφορείται εκ του ασφαλούς τα όσα συνέβαιναν στη «φλεγόμενη» Θεσσαλία. Αποφάσισε να πάει εκεί, να γίνει αυτόπτης μάρτυρας και να γράψει το δεύτερο ρεπορτάζ στον κάμπο, μετά «τη Μάχη της Σοδειάς», που έμελλε αυτή τη φορά να γραφτεί με το αίμα του...
Καυτός μήνας αλήθεια ο Αύγουστος, εκείνος όμως ήταν ξεχωριστός. Η κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα, για τα όσα πέρασε ο δημοσιογράφος του «Ρ», ανατριχιαστική. «Είχαμε κατασκηνώσει στα Αλώνια, ανάμεσα Μέλια - Χάλκη, 700μ. από τη σιδηροδρομική γραμμή. Εκείνο το βράδυ φέρανε εκεί ένα δημοσιογράφο...
Εγώ δεν τον είδα, ήταν νύχτα, κοντά 10 η ώρα και δεν μπορούσα να πλησιάσω, για να ιδώ ποιος είναι, ούτε και να ρωτήσω το όνομά του, γιατί φοβόμουνα το κεφάλι μου. Από τους συμμορίτες όμως άκουσα να λένε μεταξύ τους, ότι αυτός που φέρανε είναι συντάκτης του "Ριζοσπάστη" και ότι θα περάσει από το μαχαίρι τους... Ακουσα ότι τον άρπαξαν από το τρένο, στο σταθμό Πλατυκάμπου και ότι τον παρακολουθούσε η ΕΒΕΝ από τη Θήβα, που πέρασε από την Αθήνα προς τη Λάρισα. Αν λεγόταν Βιδάλης δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο άνθρωπος αυτός μαρτύρησε ώσπου να ξεψυχήσει...
Τον έφεραν εδώ στις 10 μ.μ.. Τον πήγανε εκεί κοντά, κάπου 100 μέτρα. Τον γδύσανε. Του βγάλανε τα παπούτσια και τον αφήσανε μόνο με το σώβρακο και τη φανέλα. Τα ρούχα του τα πήρε ένας από τους συμμορίτες, ο Κωνσταντάρας. Τη βαλίτσα του και τις σημειώσεις του, τις πήρε ο Τζώρτζης. Αυτός είναι ένας Κύπριος, που ουσιαστικά διευθύνει τη συμμορία. Αφού τον γδύσανε και του πήρανε τα χαρτιά, άρχισαν να τον χτυπούν με ρόπαλα και να τον ρωτούν. Τι τον ρωτούσαν δεν μπόρεσα να ακούσω...
Τον βασάνισαν έτσι ως τις 4 π.μ. κι αφού έπεσε νεκρός, τον άφησαν κι αποτραβήχτηκαν για λίγα λεπτά. Κάτι είπαν μεταξύ τους και μετά ξαναπήγαν, του έριξαν 4-5 σφαίρες και μετά το πτώμα του σε αυτοκίνητο. Πού πήγαν, δεν ξέρω»...
Ετσι έφυγε στις 13 ή στις 14 Αυγούστου 1946, (δεν υπάρχει σαφής μαρτυτία για την ακριβή ημερομηνία της δολοφονίας του), ο Κύριος Συνάδελφος, Κώστας Βιδάλης, αν επιτρέπεται να τον αποκαλεί έτσι, ένας αρχάριος της σημερινής - μάλιστα - δημοσιογραφίας, όπως εγώ. Εφυγε κάνοντας ρεπορτάζ, ψάχνοντας για την αλήθεια, να τη δώσει στο λαό, να του φλογίσει το νου, που τον κάνει δυνατό στους αγώνες του για τη δική του κοινωνία και όχι εξυπηρετώντας μεγάλα συμφέροντα και κυβερνήσεις...
«Συνεχίζουμε να διδασκόμαστε απο Σας κύριε συνάδελφε»!