Δεκαπενταύγουστο, λοιπόν, στη Νικαριά. Μακριά από την γκλαμουριά της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και τους χορηγούς τους. Το ίδιο όμορφο το νησί, όπως και τότε στην πρώτη γνωριμιά. Γερμένα από το βάρος του καρπού τα φρουτόδεντρα, φορτωμένα τα κλήματα από τα μαύρα σταφύλια. Οι πεζούλες με τα λιόδεντρα να χρυσίζουν στον ήλιο και το Ικάριο πέλαγος να στέλνει την αρμύρα του και την απεραντοσύνη του. Ανοιχτές οι αγκαλιές των ανθρώπων της Νικαριάς να υποδεχτούν τους «ξένους» και να τους αποζημιώσουν, ύστερα από ένα ταξίδι με το «Αίολος Εξπρές», που, καθηλωμένος σ' ένα κάθισμα - 40 ευρώ το εισιτήριο - όπως κι οι άλλοι 990 συνεπιβάτες, άκουγες μόνο από κονσέρβα - γυναικεία φωνή πού θα «πιάσει» το πλοίο. Ολα τώρα γρήγορα και μουγκά. Καταργήθηκαν κι οι θαλαμηπόλοι, που σου 'λεγαν πότε θα φτάσουμε στο λιμάνι. Πήγαινες και στη γέφυρα κι ο καπετάνιος σου μίλαγε για τους φάρους και για τ' αυγουστιάτικα μελτέμια. Απ' τους 25 θαλαμηπόλους, το αλουμινένιο ταχύπλοο έχει 5, κι αυτοί είναι, για να σου δείχνουν πού θα κάτσεις, σαν τους ταξιθέτες των θεάτρων.
Ο δεκαπενταύγουστος σ' όλα τα χωριά της Νικαριάς γιορτάζεται μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο. Το θρησκευτικό μέρος παραχωρεί τη θέση του στις ζωτικές ανάγκες των ανθρώπων. Τα πανηγύρια οργανώνονται από τους τοπικούς συλλόγους, που έχουν κυρίως κοινωνικό χαρακτήρα. Τη μέρα της γιορτής, στα χωριά στήνονται μεγάλα καζάνια και βράζουν γίδα. Ολοι θα πάρουν για τα σπίτια τους και το βράδυ θα φάνε κατσικάκι τώρα, ψητό στο φούρνο. Οι τιμές είναι «τσιμπημένες», αλλά πάνε για καλό σκοπό. Με τα χρήματα αυτά, θα επισκευαστούν δρόμοι, θα επισκευαστεί το σχολείο, θα βοηθηθούν άποροι συγχωριανοί.
1. Ραστό: Αγρια γίδα στα βουνά, που δεν πιάνεται. 2. Ποιμαινόμενα ή λαλητά: Τα κατσίκια που μεγαλώνουν στα μαντριά.