Ο περιφερειακός ρόλος Ελλάδας και Γερμανίας, στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, ήταν στο επίκεντρο των συνομιλιών που ολοκληρώθηκαν χτες στο Βερολίνο, μεταξύ του υπουργού Εθνικής Αμυνας Σπ. Σπηλιωτόπουλου και του Γερμανό ομολόγου του Π. Στρουκ.
Ειδικότερα, συζητήθηκε ο τρόπος συνεργασίας στον τομέα των λεγομένων «ειρηνευτικών αποστολών» στο Αφγανιστάν και στη Βοσνία, για να συμβάλουν, όπως ανέφεραν «στην αποκατάσταση των αρχών της δημοκρατίας». Γι' αυτό συμφώνησαν ότι απαιτείται συνέχιση της ξένης παρουσίας στις χώρες αυτές. Επίσης, συζήτησαν γύρω από τα εξοπλιστικά προγράμματα, αφού γερμανικές εταιρίες συμμετέχουν σε μεγάλο μέρος ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Από τον Ελληνα υπουργό Αμυνας τέθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, το ζήτημα της μεταβίβασης των μετοχών των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και της εξασφάλισης των θέσεων εργασίας σε αυτά, χωρίς όμως να πάρει απάντηση.
Πάντως, όσον αφορά το θέμα των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, ο Γερμανός υπουργός όταν του ζητήθηκε από δημοσιογράφους να τοποθετηθεί αρνήθηκε να πάρει θέση. «Επ' αυτού, είπε, δεν έχω να πω τίποτε». Συζητήθηκε επίσης το θέμα της ελληνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα του ευρωμαχητικού, του «Eurofighter», ωστόσο η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τον Σπ. Σπηλιωτόπουλο «δεν έχει πάρει ακόμα καμία απόφαση».
Αναφορικά με το θέμα της προμήθειας από τον Ελληνικό Στρατό 350 γερμανικών μεταχειρισμένων αρμάτων μάχης, ο Ελληνας υπουργός Αμυνας, είπε ότι διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Πρόκειται για άρματα τύπου «Leopard-1» και «Leopard-2» με σκοπό τη μεταβατική κάλυψη των ελληνικών αναγκών μέχρι να ολοκληρωθεί η παραγωγή των παραγγελθέντων από το Μάρτη του 2003 στη γερμανική εταιρία Krauss-Maffei-Wegmann (KMW), 170 νέων αρμάτων μάχης «Leopard-2-GR» που τοποθετείται στο 2009. Η γερμανική πλευρά «επείγεται» για την πώληση του μεγαλύτερου δυνατόν αριθμού από τα «πλεονάζοντα» άρματα που διαθέτει, γιατί, στα πλαίσια της μεταρρύθμισης που έχει εξαγγελθεί, προβλέπεται μέχρι το 2010 η μείωση του συνολικού αριθμού των «Leopard-1» και «Leopard-2», από 2.500 περίπου που είναι σήμερα σε 580.